Απ' όλους τους οικονομικούς όρους, η «ανάπτυξη» είναι ο πιό σαγηνευτικός. Ίσως γιατί μας φέρνει στο νου έννοιες γνώριμες και ευχάριστες: τα παιδιά και τα φυτά αναπτύσσονται, και οι χώρες παλιά διακρίνονταν σε αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες. Η λέξη «ανάπτυξη» κρύβει μέσα της κίνηση, την κίνηση της πρόοδου, και για εμάς τελευταία, την κίνηση της φυγής από την στασιμότητα. Θα ήμασταν όμως πιο ειλικρινείς, και θα προστατεύαμε τους εαυτούς μας από τις αυταπάτες, αν χρησιμοποιούσαμε τον πιο βαρετό όρο «μεγέθυνση». Αυτό που επιμένουμε να λέμε «ανάπτυξη», δεν έχει εξ' ορισμού κανένα ποιοτικό χαρακτηριστικό, δεν σημαίνει - από μόνο του - σχεδόν τίποτα για το πόσο καλά ζούμε: μπορεί να κρύβει ανισότητες ή όχι, μπορεί να χτίζει το μέλλον ή να το υποθηκεύει, μπορεί να σημαίνει προκοπή, αλλά μπορεί να σημαίνει και αυταπάτη. Ανάπτυξη είναι μόνο η συν τω χρόνω αύξηση του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος, της συνολικής δηλαδή αξίας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουμε όλοι μαζί και μοιραζόμαστε, άλλοτε δικαιότερα και πιο συχνά άδικα. Όταν σε μία χρονιά έχουμε καταφέρει όλοι μαζί να παράγουμε περισσότερο, έχουμε ανάπτυξη, ή τουλάχιστον έτσι λένε τα εισαγωγικά εγχειρίδια μακρο-οικονομίας. Οι οικονομολόγοι προσπαθούν, μέσα από ένα σύστημα Εθνικών Λογαριασμών, να εκτιμήσουν το ΑΕΠ, το τι έχουμε παράγει τελικά δηλαδή, είτε αθροίζοντας τι ξόδεψαμε και τι αποταμιέυσαμε, είτε αθροίζοντας τα εισοδήματα όλων μας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κρύβουμε από την εφορία (ναι, και η παραοικονομία συμβάλλει στην ανάπτυξη, και μάλιστα πολύ, όπως και όλες οι παράνομες δραστηριότητες: η οικονομία - και πολύ σωστά - αδιαφορεί για το τι είναι νόμιμο, πόσο μάλλον για το τι είναι ηθικό). Εδώ κρύβεται μία παραδοχή: ότι ο μισθός μου, έχοντας προκύψει μέσα από το αλισιβερίσι μιας ελεύθερης αγοράς, αντιστοιχεί λίγο-πολύ στην αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγω. Και εδώ κρύβεται και μία παγίδα: πόσο ισχύει αυτή η παραδοχή, όταν τα ποσά αυτά δεν καθορίζονται σε μία ελεύθερη αγορά; Όταν για παράδειγμα τα αποφασίζει αυθαίρετα το κράτος; Εδώ οι οικονομολόγοι, πάντα καλόπιστοι, ακόμα κι όταν βγαίνουν στις πλατείες και τα τηλεοπτικά στούντιο, κάνουν μία ακόμα παραδοχή: ότι το κράτος είναι ορθολογικό, πληρώνει τους υπαλλήλους του με μισθούς αγοράς, επιχορηγεί τις ΔΕΚΟ και τους φορείς του ανάλογα με την αξία των υπηρεσιών που παρέχουν, και ψωνίζει, με την επιμέλεια καλού οικογενειάρχη, σε τιμές της αγοράς. Έτσι, αθροίζουν τις κρατικές δαπάνες και τις κοινωνικές παροχές στο ΑΕΠ και προσδοκούν ότι αυτό που υπολογίζουν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία του τι έχουμε παράγει όλοι μαζί. Μην τους αδικούμε, δεν έχουν βρει καλύτερο τρόπο. Τι γίνεται όμως όταν το κράτος αμοίβει τους υπαλλήλους του μιάμιση φορά τον μισθό που θα έπαιρναν στην αγορά, προσλαμβάνει ανθρώπους που αλλοιώς θα ήταν άνεργοι, και πληρώνει τα έργα και τις προμήθειές του πολύ ακριβότερα απ' ότι στην αγορά; Αν ο δικός μου μισθός έχει συμφωνηθεί στην αγορά, ανταποκρίνεται στην αξία της προσφοράς μου (είτε μου αρέσει, είτε όχι) και καλώς προστίθεται στο ΑΕΠ. Αν όμως παραιτηθώ για να προσληφθώ με πολλαπλάσια αμοιβή σε μία ΔΕΚΟ όπου θα δουλεύω το μισό, παρέχοντας υπηρεσίες που πιθανόν δεν χρειάζεται κανείς και για τις οποίες δεν θα πλήρωνε κανείς, ή αν παίρνω υπερτιμημένες εργολαβίες από το κράτος για άχρηστα έργα, τότε συμβάλω στην «μεγέθυνση» (αφού αυξάνω το ΑΕΠ!), αλλά έχω μειώσει την πραγματική ανάπτυξη, δηλαδή την αύξηση της πραγματικής αξίας που παράγουμε όλοι μαζί. Πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει αθροιστικά αυτή η διαφορά - αυταπάτη όταν το κράτος καταλαμβάνει άμεσα ή έμμεσα την μισή μας σχεδόν οικονομία; Αν βέβαια τα χρήματα που σπαταλάει το κράτος προέρχονταν μόνο από φόρους, τότε θα επρόκειτο απλά και μόνο για μία κατάφορα άδικη αναδιανομή εισοδήματος μαζί με πολλή χαμένη παραγωγικότητα. Θα μετρούσαμε προφανώς ύφεση και τουλάχιστον δεν θα είχαμε αυταπάτες. Τι γίνεται όμως όταν το κράτος δανείζεται; Με άλλα λόγια: πόσο πραγματική είναι η «ανάπτυξη» που τροφοδοτείται με ελλείμματα δεκαετιών; Από όλες αυτές τις ποσοστιαίες μονάδες μεγέθυνσης του ΑΕΠ που είχαμε τόσα χρόνια, όταν μιλούσαμε για «Ισχυρή Ελλάδα», πόσες ήταν μονάδες πραγματικής ανάπτυξης - ξανά: αύξησης της πραγματικής αξίας της παραγωγής μας - και πόσες ήταν τελικά ένα λογιστικό φούσκωμα ων εθνικών λογαριασμών με την διοχέτευση δανεικού χρήματος στην αγορά - και τελικά την κατανάλωση εισαγωγών - μέσω μισθών, παροχών και άχρηστων έργων; Και αντίστροφα, πόσο πραγματική ύφεση είναι άραγε η «ύφεση» που μετράμε τώρα; Η «ανάπτυξη» είναι το ζητούμενο και το ιδανικό των ημερών, στην πολιτική και στην αγορά. Οι πολιτικοί έχουν μάθει μόνο να την φουσκώνουν με δημοσιονομικά αναβολικά, κάποτε Ολυμπιακού επιπέδου. Η αγορά περιμένει ακόμη και σήμερα από το κράτος-εργοδότη και το κράτος-πελάτη να διεκδικήσει από τους δανειστές λιγότερη «λιτότητα», περισσότερες «επενδύσεις», περισσότερο ΕΣΠΑ για δήθεν υποδομές, περισσότερες επιδοτήσεις. Οι έμποροι, που ξέρουν καλά, είναι οι πρώτοι που αντιδρούν στις περικοπές της κρατικής σπατάλης. Αλλά πραγματική ανάπτυξη είναι το πως θα παράγουμε περισσότερα για να μπορούμε να μοιραζόμαστε περισσότερα. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε έναν πολιτικό να υπόσχεται ανάπτυξη, πράσινη ή άλλου χρώματος, δείτε αν μαζί προτείνει και τις μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν - ή για αρκετούς, θα εξαναγκάσουν - μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να αλλάξουν δραστηριότητα. Αλλιώς προτιμήστε την ύφεση. Είναι επώδυνη, αλλά πιο αποτελεσματική. ΓΡ.ΦΑΡΜΑΚΗΣ |
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Απομυθοποιώντας την ανάπτυξη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου