Ο Ζαν Πωλάν (1884 - 1968), λογοτεχνικός κριτικός, συγγραφέας και διευθυντής επί τριακονταετία της «Νέας Γαλλικής Επιθεώρησης», θεωρείται ένας από τους ανθρώπους που άσκησαν μεγάλη επιρροή στα γαλλικά γράμματα κατά τον 20ό αιώνα, μολονότι στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστός. Εκτός των παραπάνω, ο Πωλάν υπήρξε εξέχουσα μορφή της αντίστασης κατά των Γερμανών, σε σημείο ώστε ο Μαλρό να τον χαρακτηρίσει κάποτε «ενσάρκωση της αντίστασης». Καταζητούμενος από τους Γερμανούς, έζησε ένα μεγάλος μέρος της κατοχής στην παρανομία και υπήρξε από τους ιδρυτές της αντιστασιακής Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων. Ομως απεχώρησε από αυτήν το 1945, όταν διεφώνησε με τη θέση της επιτροπής να απαγορευθεί σε συγγραφείς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και την κυβέρνηση του Βισύ να δημοσιεύουν τα γραπτά τους.
Τον Ιανουάριο του 1952 ο Πωλάν τάραξε τα νερά της γαλλικής διανόησης, δημοσιεύοντας στις «Εκδόσεις του Μεσονυκτίου» την «Επιστολή στους ηγέτες της Αντίστασης». Η δημοσίευση του κειμένου αυτού προκάλεσε σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο Πωλάν να δεχθεί οξύτατες επιθέσεις τόσο από την Αριστερά όσο και από τους Γκωλικούς. Για να γίνει αντιληπτή η σημασία της «Επιστολής» του Πωλάν, είναι σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στο κλίμα της κάθαρσης που επικράτησε στην απελευθερωμένη Γαλλία, στο πλαίσιο του οποίου σημειώθηκαν ακρότητες και αδικίες, προκειμένου η Γαλλία να ξεπλύνει την ντροπή της εκτεταμένης συνεργασίας με τους ναζί. Κατά την απελευθέρωση συνελήφθησαν περίπου ένα εκατομμύριο Γάλλοι, εκ των οποίων οι 60.000 εκτελέσθηκαν. Οι επίσημες στατιστικές του 1948 αναφέρουν 90.000 καταδίκες από τα δικαστήρια. Η διοικητική κάθαρση έθιξε περισσότερους από 120.000 αξιωματικούς, δικαστές και δημοσίους υπαλλήλους, ενώ οι θιγέντες στους χώρους των διαφόρων επαγγελμάτων, του συνδικαλισμού, της πολιτικής και της δημοσιογραφίας έφθασαν τις 300.000.
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτών των εκκαθαρίσεων, ο Πωλάν, με την «Επιστολή» του, αμφισβητεί κατ’ αρχάς τη νομική βάση επί της οποίας ασκήθηκε η δίωξη κατά των συνεργατών. Είναι σημαντικό ότι δεν διαφωνεί καθόλου με την ανάγκη τιμωρίας των δοσιλόγων ούτε καν με το δικαίωμα των νικητών να επιβάλουν την ισχύ τους επί των ηττημένων. Διαφωνεί μόνον με τη στρεβλή ερμηνεία του νόμου, στην οποία καταφεύγει η Δημοκρατία για να επιφέρει την κάθαρση, επειδή της λείπει η ευθύτητα να θεσπίσει ειδικό νόμο, έστω με αναδρομική ισχύ, για την περίπτωση των συνεργατών.
Το δεύτερο σημείο διαφωνίας του Πωλάν αφορά τη σύνθεση των σωμάτων των ενόρκων, οι οποίοι έκριναν τους συνεργάτες. Καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν κομμουνιστές, ο Πωλάν θεωρεί άδικο οι συνεργάτες των Γερμανών να κρίνονται από τους επίδοξους (δυνάμει) συνεργάτες των Ρώσων. Πιστεύει πως η ουσία της Δημοκρατίας ορίζει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κρίνεται από τον κοινό άνθρωπο. Απευθύνεται μάλιστα σε όσους δεν εμπιστεύονται την απονομή Δικαιοσύνης στην κρίση του κοινού ανθρώπου και τους λέει: «Αλλά, επιτέλους, υπό διάφορες ονομασίες, είτε ως χριστιανισμός είτε ως ανθρωπισμός είτε ως ανθρώπινα δικαιώματα είτε ως ελευθερία ή δημοκρατία, η εμπιστοσύνη αυτή είναι η βάση του γέρικου κόσμου μας».
Ομως, το σπουδαιότερο σημείο της «Επιστολής» -και αυτό που ενδιαφέρει εμάς περισσότερο- είναι το πώς ο Πωλάν ορίζει την πράξη αντίστασης και, συνεπώς, την ιδιότητα του αντιστασιακού. Τη θέση του αναλύει με εξαιρετική διαύγεια στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ο Κ. Π. Παπαδιαμάντης: «Η πράξη της αντίστασης είναι για τον Πωλάν, πρώτα απ’ όλα, προσωπική επιλογή ανυποταγής, στάση του ατόμου. Πηγάζει από τις επιταγές της ίδιας του της συνείδησης και μόνο σ’ αυτή λογοδοτεί. Δεν είναι πολιτικό καθήκον. Τι γίνεται όμως όταν η επιλογή του δικαιωθεί ή, μάλλον, επικρατήσει; Εχει περισσότερα δικαιώματα απέναντι στους άλλους, απέναντι σε αυτούς που δεν αντιστάθηκαν, δεν τον ακολούθησαν στην προσωπική του στάση ή που παρέμειναν αμέτοχοι; Οχι, απαντά ο Πωλάν· μόνη του ανταμοιβή η ηθική του ικανοποίηση. ΄Η ακόμη: το ότι η προσωπική του στάση στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η ηθικά ενδεδειγμένη, του αποδίδει ξεχωριστές ηθικές ιδιότητες; Και πάλι αρνητική είναι η απάντηση του Πωλάν. Το ότι μια φορά, τη συγκεκριμένη, έπραξε το ορθό δεν σημαίνει ότι μπορεί πλέον να επαναπαυθεί, να θεωρήσει ότι εφ’ εξής “βρίσκεται μια για πάντα με το Καλό” · ούτε, πολύ παραπάνω, του επιτρέπει να αναδειχθεί σε τιμητή των άλλων. Μια τέτοια αλαζονική στάση, κατά τον Πωλάν, απάδει προς την γενναιότητα και την αξιοπρέπεια της αντιστασιακής πράξης».
Ας κρατήσουμε, λοιπόν, την αγανάκτηση του Πωλάν με το καθεστώς των επαγγελματιών αντιστασιακών στη μεταπολεμική Γαλλία: «Δεν βλέπουν (σ. σ.: οι αντιστασιακοί) ότι έχουν παγιδευθεί; Οτι θεώρησαν εαυτούς αντιστασιακούς άπαξ διά παντός: αγνούς, έχοντας κερδίσει τη σωτηρία τους; Οτι έπεσαν χαμηλότερα από εκείνους που κατεδίκαζαν; Οχι. Περήφανοι που μια φορά βρέθηκαν στη σωστή πλευρά, έγιναν όλοι τους ηθικολόγοι».
Κλείνοντας τούτο το σημείωμα, οφείλω να ευχαριστήσω τον δικηγόρο Κ. Π. Παπαδιαμάντη, ο οποίος μετέφρασε, επιμελήθηκε και υπομνημάτισε κατά τρόπο υποδειγματικό την έκδοση της «Επιστολής» στα ελληνικά (Εκδόσεις Astra, 2003), από την οποία αντλώ τα στοιχεία του σημερινού σημειώματος. Επίσης, οφείλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Μίκη Θεοδωράκη! Γιατί αν δεν είχε πιάσει τον καβγά με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, απαιτώντας την παραχώρηση της πλατείας Αριστοτέλους για τη «λαοσύναξή» του, και, προπαντός, αν δεν είχε βγει στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα κομπάζοντας για το αντιστασιακό παρελθόν του, δεν θα είχα σήμερα την αφορμή της επικαιρότητας, ώστε να αναφερθώ σε αυτό το σπουδαίο κείμενο του Πωλάν, που τόσους μήνες κουβαλάω κάθε μέρα στην τσάντα μου, περιμένοντας την ευκαιρία να σας το γνωρίσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου