Το ερώτημα είναι παμπάλαιο: ποιος πρέπει να κυβερνά; Η απάντηση του Πλάτωνος είναι γνωστή: οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες. Οι λαοί θα ευτυχήσουν όταν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι και οι βασιλιάδες φιλοσοφήσουν. Ο φιλόσοφος μοιάζει με τον κυβερνήτη ενός πλοίου. Οι ναύτες είναι αμαθείς και καβγατζήδες, δεν ξέρουν την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Μόνο ο φιλόσοφος γνωρίζει, λέει ο Πλάτων: τους ανέμους, τον ουρανό, τα αστέρια και μπορεί, κατά συνέπεια, να διευθύνει το πλοίο. Τι καθιστά τον φιλόσοφο τον μόνο άξιο κυβερνήτη; Η αγάπη της σοφίας, η πραγματική γνώση του Αγαθού, η γνωστική πρόσβαση σε αρχετυπικές Ιδέες που παραμένουν αναλλοίωτες. Η ορθή πολιτεία διευθύνεται από «άρχοντας αληθώς επιστήμονας», από φιλό-σοφους.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Παρά τους ταυτολογικούς ορισμούς του Πλάτωνος περί της εγκράτειας και αφιλοχρηματίας των φιλοσόφων, δεν παύουν να ανήκουν στο ανθρώπινο είδος: έχουν φιλοδοξίες, προκαταλήψεις, φόβους και πάθη. Ο φιλόσοφος-βασιλιάς είναι ένα ένσαρκο ον, ριζωμένο στον χώρο και τον χρόνο· η κρίση του ενδέχεται να είναι εσφαλμένη, η ηθική του συνείδηση σε καταστολή, η πολιτική του οξύνοια στομωμένη, τα συναισθήματά του ακατέργαστα. Το παράδειγμα του φιλο-ναζί Χάιντεγκερ, του μεγαλύτερου ίσως φιλόσοφου του 20ού αιώνα, δείχνει ότι η πλάνη δεν χαρακτηρίζει μόνο τους πολλούς, αλλά και την υψηλότερη αριστοκρατία του πνεύματος.
Προσέξτε πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Φιλοσοφίας, κ. Πελεγρίνης: «Ως πρύτανης προσπαθώ να δώσω μια άλλη διάσταση στον θεσμό. Πιο ανθρώπινη. Αλλωστε, σκοπός μου ήταν και είναι να υπηρετήσω το πανεπιστήμιο, όχι να το εξουσιάσω. Για μένα, η λέξη εξουσιάζω αναλύεται ως “έξω η εξουσία”». Ο Πλάτων θα έφριττε στη σκέψη ότι η ιδιότητα του φιλό-σοφου ουδόλως αποτρέπει έναν πρύτανη-κυβερνήτη να υιοθετεί μια αφελή, σχεδόν παιδαριώδη, αντίληψη της εξουσίας.
Ο κ. Πελεγρίνης, επικεφαλής ενός μεγάλου οργανισμού με χιλιάδες εργαζόμενους και προϋπολογισμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, φαίνεται να πιστεύει ότι η άσκηση της εξουσίας είναι απλώς θέμα προσωπικού ορισμού, όχι συστατικό μέρος κάθε θεσμού. Αν θεωρήσω λ.χ. ότι, ως δάσκαλος, διευθυντής οργανισμού, ή αστυνομικός, δεν ασκώ εξουσία, τότε, ως δια μαγείας, δεν ασκώ εξουσία! Είναι σαν να ορίζει ο υπουργός Οικονομικών μόνος του το χρέος έναντι των δανειστών της χώρας! Η πραγματικότητα είναι αυτό που θεωρώ ότι είναι!
Ο συλλογισμός αυτός παραβλέπει αυτό που ο φιλόσοφος Τζον Σιρλ ονομάζει «θεσμικά γεγονότα» («institutional facts»): γεγονότα των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται από κοινωνικούς θεσμούς. Τα δέκα ευρώ που έδωσα χθες στον ταξιτζή δεν είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί αλλά χρήματα, η αξία των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη του θεσμού των εγχρήματων συναλλαγών. Η εξουσία ενός πρύτανη δεν εξοβελίζεται επειδή έτσι νομίζει ένας πρύτανης, όπως η εξουσία του πρωθυπουργού δεν καταργείται ακόμα κι όταν ο πρωθυπουργός φενακιστικά δηλώνει «αντιεξουσιαστής» (βλ. δηλώσεις Παπανδρέου Γ΄).
Ως επικεφαλής ενός θεσμού ο πρύτανης εφαρμόζει κανόνες, κατευθύνει, ελέγχει – ασκεί εξουσία. Βεβαίως υπάρχουν πολλοί τρόποι να ασκήσει κανείς εξουσία, αλλά το βέβαιο είναι ότι η εξουσία του δεν εξαερώνεται. Η εξουσία δεν είναι εξωτερική ως προς τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά ενυπάρχει σε αυτές, τις διαπερνά – απορρέει από τις ασυμμετρίες, την ανισότητα πρόσβασης σε υλικούς και συμβολικούς πόρους, τις θεσμικές διαφορές.
Οταν οι λαθρομετανάστες κατέλαβαν πρόσφατα τη Νομική Σχολή, από τον πρύτανη αναμέναμε υπεύθυνη δράση, αφού αυτό ορίζουν η θεσμική και έννομη τάξη. Οι ρόλοι και οι εξ αυτών ευθύνες συγκροτούνται στο εσωτερικό θεσμών, δεν τους ορίζουμε ιδιωτικώς. Η επιλογή του φιλόσοφου-πρύτανη να ορίσει το πρόβλημα της κατάληψης κυρίως ως «μεταναστευτικό», και η με κάθε κόστος «αναζήτηση ανώδυνης λύσης» εκ μέρους του συνάδει με τη σολιψιστική αντίληψη του ρόλου του: το πρόβλημα είναι όπως το ορίζω! Επανατοποθετώ τον ρόλο μου σε νέα, ορισμένα από εμένα, συμφραζόμενα, προκειμένου να μη χρειαστεί να λάβω επώδυνες αποφάσεις.
Αν μερικοί ναρκισσιστικά προσποιούνται ότι θέλουν να καταργήσουν την εξουσία του ρόλου τους, υπάρχουν άλλοι που περιβάλλουν με σοφιστείες τη θέλησή τους για εξουσία. «Ναι, είναι γεγονός [ότι θέλω να ασκήσω εξουσία]», ομολογεί ο σκαπανεύς της μεταμοντέρνας σοφιστικής κ. Βέλτσος. «[…] Μόνο που η εξουσία δεν είναι η […] καθυπόταξη του άλλου. Είναι σχέσεις δύναμης και ο εξουσιαζόμενος ασκεί και αυτός εξουσία στον εξουσιαστή. Αφού, λοιπόν, η εξουσία ασκείται έτσι κι αλλιώς, δεν ντρέπομαι να την ασκήσω κι εγώ […]» (BHMA gazino, 6/7/2008). Προσέξτε την οργουελική χρήση της γλώσσας. Αν όλα είναι θέμα αυτο-εξυπηρετικών ορισμών, η εξουσία του φρουρού του Γκουαντάναμο δεν διαφέρει και πολύ από την εξουσία του κρατούμενου! Η εξουσία δεν απαιτεί τόσο δημόσια λογοδοσία, όσο «βελτιώνει τον χαρακτήρα» του εξουσιαστή!
Οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες όχι μόνο δεν είναι απαραίτητα καλύτεροι κυβερνήτες, αλλά είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι κυβερνήτες. Πρώτον γιατί η αίγλη που συνήθως τους περιβάλλει (την οποία, φυσικά, τόσο απολαμβάνουν!) είναι πολύ πιθανόν να αναδείξει τα ναρκισσιστικά στοιχεία του χαρακτήρα τους· και δεύτερον γιατί ρέπουν προς την εκλεπτυσμένη φενάκη και την περίτεχνη σοφιστεία, προκειμένου να αποφύγουν το δημοκρατικό «λόγον διδόναι».
Ο Πλάτων έθεσε το λάθος ερώτημα, επεσήμανε ο Καρλ Πόπερ. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «ποιος πρέπει να κυβερνά», αλλά «πώς ελαχιστοποιούμε την κακή διακυβέρνηση». Στη δημοκρατία δεν χρειαζόμαστε «αληθώς επιστήμονας» να μας διοικήσουν, αλλά ανθρώπους με σωστό χαρακτήρα, εκλεπτυσμένη κρίση, αίσθηση καθήκοντος, και ισχυρή βούληση. Κρίνετε μόνοι σας σε ποιο βαθμό τους έχουμε.
Χ. Κ. Τσούκας καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
ΚΑΘΗΜΕΙΝΗ 27-2-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου