Οσοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ταινία «Ο Λόγος του Βασιλιά» είδαν πως η Βρετανία της δεκαετίας του 1930, μέσα σε έναν κόσμο αστάθειας και απειλών, υπερασπίστηκε αταλάντευτα τα εθνικά της συμφέροντα. Μετά την παραίτηση του εκκεντρικού και ερωτύλου αδελφού του από τον θρόνο, ο «Μπέρτι» αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του έθνους και επιτελεί το καθήκον της μεταμόρφωσής του σε «Βασιλέα Γεώργιο ΣΤ΄». Το κουράγιο που επέδειξε στην αντιμετώπιση του τρομερού προβλήματος τραυλισμού από το οποίο έπασχε –αποτέλεσμα της ψυχρότητας και του εξευτελισμού που υπέστη ως παιδί σε μία οικογένεια δέσμια των βρετανικών συμβάσεων– αποτελεί ένα συγκινητικό ύμνο στην έννοια του καθήκοντος. Η υποβλητική εικόνα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θεατρινίστικες υπερβολές του Χίτλερ.
Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν –ο οποίος ήταν γνωστός για την αριστοκρατική του συμπεριφορά– είχε πει ότι οι συμπατριώτες του ποτέ δεν θα μπορούσαν να συγκινηθούν από τις ναζιστικές φανφάρες. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, αντί για τις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, μία ομάδα από τζέντλεμεν με πράσινα σακάκια θα είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία Τραφάλγκαρ και θα συμφωνούσαν μεταξύ τους «ότι κάτι έπρεπε να γίνει» για το πρόβλημα που τους ανησυχούσε. Και οι δύο αυτές ιστορίες λένε πολλά για τον μύθο του βρετανικού φλέγματος.
Σήμερα, η Βρετανία βιώνει μία ακόμη αναδρομή στο παρελθόν, αλλά σε «πραγματικό χρόνο»: πρόκειται για την επιστροφή στην περίοδο της σκληρής λιτότητας και των επώδυνων μεταρρυθμίσεων που χαρακτήρισαν την εποχή της Θάτσερ. Η κυβέρνηση Κάμερον εξελέγη τον περασμένο Μάιο, κατακεραυνώνοντας τον Γκόρντον Μπράουν, επειδή στον τελευταίο προϋπολογισμό του καταγράφηκε το μεγαλύτερο έλλειμμα που έχει παρουσιαστεί ποτέ στη χώρα εν καιρώ ειρήνης. Ο κ. Κάμερον ξεκίνησε έτσι μία στρατηγική δραστικών περικοπών δαπανών, με στόχο να περικόψει το έλλειμμα στο μισό μέχρι το τέλος της θητείας της παρούσας Βουλής (δηλαδή έως το 2015). Το περιοδικό «The Economist» χαρακτήρισε αυτό που συμβαίνει στη Βρετανία το μεγαλύτερο οικονομικό πείραμα από τότε που η κυρία Θάτσερ εγκαταστάθηκε στην Ντάουνινγκ Στριτ, το 1979 και επεσήμανε ότι η πορεία του αξίζει τη προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης. Προς επίρρωσιν των παραλληλισμών, φαίνεται ότι το 2011 θα σημαδευθεί από γενικευμένες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Εντούτοις, υπάρχει μία σημαντική διαφορά. Η κυρία Θάτσερ είχε πει τότε το ιστορικό «αυτό το πράγμα που λέγεται κοινωνία δεν υπάρχει», παρά μόνον ένα πλήθος ατόμων και η συνάθροιση των συμφερόντων τους. Οι πολίτες δεν ήταν πια πολίτες, αλλά δρώντα υποκείμενα στο παιχνίδι της αγοράς. Αντιθέτως, στον αναγεννημένο συντηρητισμό του Ντέιβιντ Κάμερον –ο οποίος έχει ως στόχο να πάψουν οι Τόρηδες να χαρακτηρίζονται «το άτιμο κόμμα», όπως έχει πει ένας από τους υπουργούς του– οι πολίτες καλούνται να δημιουργήσουν τη λεγόμενη «Μεγάλη Κοινωνία». Η έννοια δεν θα πρέπει να συγχέεται με την «Αγαθή Κοινωνία» του Λίντον Τζόνσον, το 1964, η οποία χαρακτηρίστηκε από μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, ώστε να καταπολεμηθεί η φτώχεια. Στην περίπτωση του Κάμερον, η κεντρική ιδέα είναι ότι οι πολίτες οφείλουν να έχουν ενισχυμένη την αίσθηση του κοινωνικού καθήκοντος. Μάλιστα, η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να αντικαταστήσει την πρόσφατη επέκταση του κράτους. Ο Συντηρητισμός του Κάμερον εδράζεται στην παραδοσιακή αγγλοσαξονική έννοια της ελευθερίας από το κράτος, η οποία εξαρτάται με τη σειρά της από την αίσθηση της ύπαρξης ενός χώρου πέρα από την πολιτική και τη γραφειοκρατία.
Ενας υποστηρικτής του Κάμερον, ο Τζέσε Νόρμαν –ακαδημαϊκός που έγινε βουλευτής–, επισημαίνει ότι η πραγμάτωση της Μεγάλης Κοινωνίας θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον η Βρετανία μπορεί να γίνει μία «φιλική (philic) εταιρεία». Δανείζεται τον όρο από την ελληνική λέξη «φιλία» και υποδηλώνει μία νέα αίσθηση «διασύνδεσης». Με άλλους λόγους, οι Τόρηδες προτρέπουν τις εκκλησίες, τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και τις ΜΚΟ της κοινωνίας των πολιτών να αποφύγουν τη «μικροδιαχείριση» του κράτους. Υπάρχουν επίσης αναφορές στο βιβλίο των Thaler και Sunstein, «Nudge» (Yale Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, 2008) το οποίο υποδεικνύει τρόπους για να ενθαρρυνθούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους.
Μπορεί άραγε να ριζώσει αυτή η ιδέα στη βρετανική κοινωνία;
Πέρυσι, έρευνα της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών στο Λονδίνο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο σημερινός Βρετανός είναι, κατά μέσο όρο, λιγότερο πιθανόν από οποιονδήποτε άλλο Δυτικοευρωπαίο να παρέμβει σε κάποιο περιστατικό που συμβαίνει στον δρόμο, όπως για παράδειγμα όταν ένας συμπολίτης του δέχεται επίθεση. Το εύρημα αυτό δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την ελπίδα για κοινωνική ευθύνη.
Υπάρχουν όμως και δομικά προβλήματα. Στις βρετανικές πόλεις υπάρχουν ολόκληρα «γκέτο», γειτονιές στις οποίες σχεδόν κανένας κάτοικος δεν έχει μόνιμη δουλειά. Η μακροχρόνια ανεργία επίσης αυξάνεται. Οι πολίτες και οι οικογένειες γίνονται όλο και πιο ατομιστικές. Την ίδια στιγμή, η κοινωνική συνδρομή του κράτους μειώνεται, καθώς περικόπτονται οι δημόσιες δαπάνες. Είναι αλήθεια ότι, ακόμη και τώρα, το δίχτυ κοινωνικής προστασίας παραμένει ισχυρότερο από αυτό που υπάρχει στην Ελλάδα. Ομως, η σύγχρονη Βρετανία δεν έχει παράδοση αυτοβοήθειας «από τα κάτω» για την καταπολέμηση φαινομένων όπως η φτώχεια. Οι πολίτες έχουν συνηθίσει να βασίζονται στο κράτος.
Το βρετανικό πείραμα, λοιπόν, εμπεριέχει μεγάλο κοινωνικό ρίσκο σε μία εποχή ταχείας δημοσιονομικής προσαρμογής. Μπορεί να φωλιάσει η φιλανθρωπία και η κοινωνική ευαισθησία στον χαρακτήρα των Βρετανών; Ή η αίσθηση του καθήκοντος που βλέπει κανείς στον Λόγο του Βασιλιά είναι απλώς ένας μύθος; Αλλωστε, ο Μπέρτι θυσιάστηκε για το στέμμα, την ίδια στιγμή που η χώρα ανεχόταν υψηλότατα ποσοστά ανεργίας. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν η κληρονομία του Κάμερον θα υπερισχύσει εκείνης της Θάτσερ.
Kevin Featherstone: καθηγητής στην Εδρα «Ελευθέριος Βενιζέλος» του London School of Economics, όπου επίσης διευθύνει το Ελληνικό Παρατηρητήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου