Του Ηλια Mαγκλινη
Στις 29 Ιουλίου του 1921, πριν από ενενήντα ένα χρόνια, τέτοιες μέρες δηλαδή αλλά με το παλαιό ημερολόγιο (π. η.), η Ελλάδα ζούσε ιστορικές στιγμές. Οι περίπου εκατό χιλιάδες άνδρες, που αποτελούσαν τους μάχιμους της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, εκκινούσαν προς τις γραμμές εξορμήσεως για την κατάληψη της Αγκυρας.
Εννέα ελληνικές μεραρχίες, καταπονημένες σε έσχατο βαθμό, όχι όμως και χωρίς ηθικό (κάποιοι οπλίτες είχαν αναρτήσει πινακίδες σε βοϊδάμαξες που έγραφαν «Εξπρές Αγκυρα»), έμπαιναν σε μια περιπέτεια ασύλληπτη: περίπου επτακόσια χιλιόμετρα από το Αιγαίο, σε εχθρικά, αφιλόξενα εδάφη, διάβηκαν τον ποταμό Σαγγάριο για να περάσουν στη συνέχεια, πεζοπορώντας, μέσα από μια άνυδρη, ξερή στέπα: την Αλμυρή Ερημο (η αρχαία Αξυλος Ερημος του Πολύβιου), εν μέσω πυρακτωμένων ημερών και παγερών νυχτών, με ελάχιστο και πάντως κάκιστο ανεφοδιασμό. Κι αυτό, για να συναντήσουν κάποια στιγμή τον εχθρό: δεκαέξι ετοιμοπόλεμες τουρκικές μεραρχίες.
Η λεγόμενη μάχη του Σαγγάριου ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου (π. η.) και κράτησε περίπου τρεις εβδομάδες. Λέγεται ότι είναι μια από τις πιο φονικές, χρονικά μακροσκελείς μάχες στην παγκόσμια ιστορία. Την τελική έκβαση τη γνωρίζουμε βέβαια σήμερα. Οχι μόνο της επαναδιάβασης του Σαγγάριου, της σύμπτυξης δηλαδή προς Δυσμάς (όλο αυτό το αίμα για το τίποτα τελικά), αλλά και της καταστροφής που συντελέστηκε τέλη καλοκαιριού, ενενήντα ακριβώς χρόνια πριν.
Σήμερα μας φαίνεται εξωφρενικό το ότι πήραμε μια τέτοια απόφαση να επεκτείνουμε το μικρασιατικό μέτωπο ώς τα βάθη της Ανατολίας. Σημειωτέον, η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 είχε ως προεκλογικό της αίτημα τον τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου και την επιστροφή των στρατιωτών σπίτια τους. Μετεκλογικά, έπραξε ακριβώς το αντίστροφο. Και όχι μόνον αυτό: ενώ μετά τον Σαγγάριο το μέτωπο παρέμενε αδρανές μα ανοιχτό, η κυβέρνηση Γούναρη αποφάσισε να στραφεί προς την Κωνσταντινούπολη. Συγκροτήθηκε μία μεραρχία αποτελούμενη από μονάδες της μικρασιατικής στρατιάς! Αποδυνάμωση δηλαδή του μετώπου για να ανοίξουμε ένα άλλο...
Επειτα από μία δεκαετία ανάπτυξης και στρατιωτικών θριάμβων (1912-22), η τότε ελληνική Πολιτεία αγκάλιασε και πάλι την αυτοκαταστροφή, αδυνατώντας να σταθμίσει τα βασικά, στοιχειώδη δεδομένα της πραγματικότητας. Τον πρώτο λόγο τον είχαν οι μύθοι, οι συλλογικές μυθολογίες. Και βέβαια, οι αγκυλώσεις, οι μικροπολιτικές αγκυλώσεις και οι κομματικές σκοπιμότητες. Πασίγνωστα πράγματα, χιλιοειπωμένα. Ωστόσο, δεν παύουν να συναρπάζουν και να συγκινούν.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν έχει νόημα η αναγωγή σε άλλες ιστορικές περιόδους προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτό που ζούμε σήμερα. Οι συγκρίσεις βλάπτουν, παραπλανούν. Κάθε εποχή έχει τη δική της αυτοτέλεια. Απλώς, η αναδρομή στο παρελθόν παρέχει μιαν επίφαση ασφάλειας. Γι’ αυτό ίσως, για ορισμένους, η στάση «των ξένων» σήμερα, κυρίως των Γερμανών, δεν διαφέρει από εκείνη των Γάλλων και των Ιταλών κυρίως, το 1919-22. Στάση «ύπουλη», «προδοτική». Από τη δική μας τη σκοπιά κρίνοντας φυσικά. Διότι αντικειμενικά, οι «μεγάλες δυνάμεις» απλώς φρόντιζαν, και συνεχίζουν να φροντίζουν, τα του οίκου τους. Δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό εδώ, εκτός κι αν θεωρούμε ότι οφείλουν εκ προοιμίου να υπηρετούν μια ξένη χώρα λόγω του αρχαίου, ενδόξου παρελθόντος της ή λόγω της συμμαχίας της σε έναν πρόσφατο πόλεμο. Μα, διαχρονικά, οι διεθνείς σχέσεις είναι ένα πεδίο μάχης χειρότερο από τον Σαγγάριο του 1921. Και σίγουρα απαιτούν στρατηγική και τακτική. Οταν λοιπόν δεν έχεις υψηλή, ευρύτερη εποπτεία των πραγμάτων, όταν δεν προσπαθείς στοιχειωδώς να δεις τον εαυτό σου από μια κάποια απόσταση, είναι βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, θα γονατίσεις από το βάρος της ίδιας της πραγματικότητας.
Το 2012 δεν είναι 1921. Αλλά αυτή μας η ροπή προς τη μυθολογία και η αποστροφή μας για το πραγματικό μπορεί να έχουν ακόμα ένα βαρύ τίμημα. Ισως είναι πολύ αργά για ελιγμούς. Δεν είναι όμως ποτέ αργά για αλλαγή μιας νοοτροπίας που συνιστά βαρίδι. Η πραγματική Αγκυρα είναι μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου