Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η ελληνική περεστρόικα

Tου Σταθη Ν. Καλυβα*

Το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης είναι λίγο-πολύ γνωστό. Το οικονομικό της σύστημα βρισκόταν σε τροχιά ταχύτατης παρακμής όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επιχείρησε να το διασώσει μεταρρυθμίζοντάς το. Η ελεγχόμενη αυτή μεταρρύθμιση, γνωστή και ως περεστρόικα, τελικά απέτυχε γιατί και η σήψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά και το σύστημα ήταν ιδιαίτερα άκαμπτο. Η αποτυχία της περεστρόικας σήμανε την κατάρρευση ολόκληρου του σοβιετικού οικοδομήματος.

Τηρουμένων των αναλογιών, η προσαρμογή, η καλύτερα διόρθωση της ελληνικής οικονομίας μέσω του Μνημονίου αποτελεί ένα είδος περεστρόικας: μια απόπειρα, δηλαδή, συνολικής και ριζικής μεταρρύθμισης ενός ολόκληρου άρρωστου συστήματος, κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Υπάρχουν διχογνωμίες ως προς τον βέλτιστο συνδυασμό δημοσιονομικών και διαρθρωτικών παρεμβάσεων, κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως το υπάρχον καθεστώς έχει ξοφλήσει οριστικά.

Η αναλογία με τη σοβιετική περεστρόικα έχει βέβαια μεταφορικό χαρακτήρα, καθώς οι διαφορές ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι τεράστιες. Αξίζει όμως να σημειωθεί μία απ’ αυτές. Στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης, το σύστημα είχε περιορισμένα ερείσματα, καθώς είχε ταυτιστεί με το τέλμα και την γενικευμένη φτώχεια του υπαρκτού σοσιαλισμού, μια πραγματικότητα που αποδόθηκε με μοναδικό τρόπο από έναν γνωστό αφορισμό των εργαζομένων: «Κάνουν πως μας πληρώνουν και κάνουμε πως δουλεύουμε». Οσοι μάλιστα αντιδρούσαν τότε στις μεταρρυθμίσεις εκείνες, το έκαναν περισσότερο στο όνομα των γεωπολιτικών συμφερόντων της αυτοκρατορίας και λιγότερο λόγω αντιρρήσεων που είχαν για την οικονομική τους λογική. Επιθυμούσαν, μ’ άλλα λόγια, η οικονομική επανάσταση να μην συνοδεύεται από πολιτικές μεταρρυθμίσεις.

Βρισκόμαστε σήμερα στον αντίποδα της Σοβιετικής Ενωσης. Οι στρεβλώσεις του «παλαιού καθεστώτος» της τριακονταετίας έχουν ταυτιστεί στη χώρα μας με μια μακρά περίοδο αδιάκοπης ευημερίας. Είναι, επομένως, εντελώς φυσικό το Μνημόνιο να συναντά ισχυρές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την πλευρά των οργανωμένων συντεχνιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που ωφελήθηκαν ιδιαίτερα και που έχουν να χάσουν κάτι πολύ παραπάνω από τις αλυσίδες τους. Το μέγεθος των εμποδίων που υψώνονται μπροστά στις μεταρρυθμίσεις γίνεται ακόμη πιο σαφές αν αναλογιστεί κανείς πως οι συντεχνίες αυτές αποτελούν κεντρικό στοιχείο του ευρύτερου πολιτικού συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας παρότι την οδήγησε στη χρεοκοπία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αναμφίβολα η πρόσφατη ομόφωνη απόρριψη από την έκτακτη Σύνοδο των πρυτάνεων ΑΕΙ του κειμένου των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που κατέθεσε η κυβέρνηση για την ανώτατη εκπαίδευση. Οι πρυτάνεις, εκλεγμένοι ουσιαστικά από τους κομματικούς μηχανισμούς που κυριαρχούν στο πανεπιστήμιο, διοικούν ένα σύνολο βαθύτατα προβληματικών οργανισμών που και κοστίζουν ακριβά στο κοινωνικό σύνολο και παράγουν ένα εντελώς υποβαθμισμένο προϊόν. Παρά τις αρκετές αξιόλογες εξαιρέσεις, η επιστημονική έρευνα παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, ενώ οι κύριοι χρήστες του πανεπιστημίου, οι φοιτητές, αποφοιτούν με ένα μέσο επίπεδο δεξιοτήτων που τους καθιστά ελάχιστα ανταγωνιστικούς και, άρα, εν δυνάμει μη απασχολήσιμους στη συνεχώς διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά. Είναι ενδεικτικό, πως όσοι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν απευθείας στο εξωτερικό παρακάμπτουν τα ΑΕΙ εντελώς, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω πτώση της ποιότητας του συστήματος.

Το πρόβλημα, δυστυχώς, δεν σταματάει εκεί. Η δυσλειτουργία των ΑΕΙ δηλητηριάζει ολόκληρη την κοινωνία, παράγοντας σημαντικές «αρνητικές εξωτερικότητες», όπως αποκαλούν οι οικονομολόγοι τον αρνητικό αντίκτυπο σε τρίτους. Το πανεπιστήμιο φέρει τεράστια ευθύνη για τη διάχυση μιας κουλτούρας μετριότητας και ανορθολογισμού. Τα τηλεοπτικά παράθυρα, για παράδειγμα, αποτελούν μετεξέλιξη σε ύφος και ήθος, των φοιτητικών συνελεύσεων. Εξακολουθεί, επίσης, να ειδικεύεται στην παραγωγή ενός ανθρωπότυπου, του «επαγγελματία» συνδικαλιστή, που κυριαρχεί στα κόμματα και όχι μόνο, ενώ συμβάλλει ακόμα και στην υποβάθμιση του κέντρου της πρωτεύουσας μέσω των επιπτώσεων που έχει πάνω σ’ αυτό ο χρεοκοπημένος θεσμός του «πανεπιστημιακού άσυλου».

Μια υγιής κοινωνία θα επεδίωκε την άμεση και ριζική αλλαγή του ξεπεσμένου αυτού συστήματος. Αντ’ αυτού όμως οι πρυτάνεις, συνεπικουρούμενοι από τους κομματικούς μηχανισμούς των πανεπιστημίων, απορρίπτουν την (ατυχώς) ήπια μεταρρύθμιση που έχει προταθεί και επιδιώκουν, απειλώντας με αναταραχές, να συνεχιστεί απρόσκοπτα το υπάρχον καθεστώς παρά την εμφανή και παταγώδη αποτυχία του. Το κόστος καλούνται να πληρώσουν οι ευσυνείδητοι πανεπιστημιακοί και φοιτητές, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία. Η πραγματικότητα των ΑΕΙ απλώς αντανακλά μια γενικότερη νοοτροπία και πρακτική.

Μια ενδεχόμενη αποτυχία του Μνημονίου μπορεί να προκληθεί από διαφορετικές αιτίες. Μπορεί ο κρατικός μηχανισμός να γονατίσει μπροστά στο βάρος των αλλαγών που καλείται να εφαρμόσει. Μπορεί το χρέος να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερο από τη δυνατότητά μας να το διαχειριστούμε. Μπορεί οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία ή την Ευρωπαϊκή Ενωση να αποβούν αρνητικές για τη χώρα μας. Μπορεί, τέλος, οι αντιδράσεις του ευρύτερου πολιτικού συστήματος να μην καμφθούν. Οποια και να είναι η αιτία όμως, είναι σίγουρο ότι, όπως και στη Σοβιετική Ενωση, την αποτυχία της περεστρόικας θα ακολουθήσει η γενική κατάρρευση. Και, όπως εκεί, όσοι θεωρούν σήμερα πως το καθεστώς του Μνημονίου είναι βίαιο, θα ανακαλύψουν τι ακριβώς σημαίνει βίαιη προσαρμογή.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19-12-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: