Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010
Γκόκσιν Σιπαχίογλου, ο θρύλος του φωτογραφικού ρεπορτάζ, ιδρυτής του SipaPress, ο ζωντανός σύνδεσμος με μια εποχή κατά την οποία Ελληνες και Τούρκοι ζούσαν ως φίλοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο γεννημένος στη Σμύρνη Παριζιάνος και κοσμογυρισμένος «δεινόσαυρος» της φωτογραφίας κάνει τη δική του ανάλυση των γεγονότων του 20ού αιώνα, αλλά και όσων μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον.
Παρίσι. Στη γνωστή γκαλερί «Basia Embiricos», πίσω από τον Καθεδρικό Ναό του Σεν Πολ στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, οι φωτογραφίες του 84χρονου Γκόκσιν Σιπαχίογλου άνοιξαν ξανά για μερικές εβδομάδες ένα παράθυρο στα γεγονότα που συγκλόνισαν τον 20ό αιώνα. Λίγες ημέρες μετά το κλείσιμο της έκθεσης, ο ιδρυτής του φωτογραφικού πρακτορείου Sipa Press με υποδέχτηκε στο γραφείο του, στο 16ο Διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας, ανάμεσα σε πολυάριθμα πρωτοσέλιδα εφημερίδων με φωτογραφίες του, καθώς και ανέκδοτες φωτογραφίες της χιονισμένης Ακρόπολης του ’60, και μου μίλησε, εμφανώς ικανοποιημένος με την πορεία, τις πρωτιές και τις αποκλειστικότητές του, για την αρχή της καριέρας του, τον αθλητισμό και τη δημοσιογραφία, την Παλαιστίνη και το Ισραήλ, τον Μπιν Λάντεν, τον Βενιζέλο και την ελληνοτουρκική φιλία.
Γκόκσιν Σιπαχίογλου, σε παλαιότερο αφιέρωμά της στο έργο σας, η εφημερίδα «LeMonde» σάς έχει αποκαλέσει «δεινόσαυρο της φωτοδημοσιογραφίας». Τι αισθήματα σας προκαλεί αυτός ο χαρακτηρισμός;
«Σίγουρα με διασκεδάζει. Αλλωστε είναι αλήθεια, αφού είμαι από τους πιο ηλικιωμένους φωτορεπόρτερ. Στον χώρο της φωτογραφίας όμως μπήκα με πολύ ασυνήθιστο τρόπο. Αρχικά έκανα καριέρα στον αθλητισμό, συγκεκριμένα στο μπάσκετ. Ιδρυσα μάλιστα και μία ομάδα που είναι σήμερα πρωταθλήτρια στην Τουρκία. Πρόκειται, ξέρετε, για την Εφές Πίλσεν! Εγώ τότε την είχα ονομάσει Σεν Ζοζέφ Σπορ, αλλά αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε το όνομά της, διότι δεν ήταν δυνατόν να συμμετάσχουμε στην πρώτη, εκείνη την εποχή, λίγκα στην Τουρκία με χριστιανικό όνομα. Ετσι την ονομάσαμε Καντικεσπόρ, από το όνομα της περιοχής στην οποία είχε την έδρα της. Την περίοδο εκείνη λοιπόν έπαιζα μπάσκετ και σιγά σιγά άρχισα να γράφω αθλητικά άρθρα. Ετσι άρχισα τη δημοσιογραφία. Βέβαια, τη δεκαετία του 1950 το επάγγελμα του αθλητικού δημοσιογράφου ήταν πολύ διαφορετικό από ό,τι σήμερα. Φανταστείτε ότι εγώ ήμουν ο πρώτος που έγραψε άρθρα με λεπτομέρειες και αναλύσεις για τους αγώνες. Ως τότε οι εφημερίδες έδιναν μόνο τα αποτελέσματα των αθλητικών συναντήσεων. Εγώ όμως έγραφα άρθρα πιο πολύπλευρα και ολοκληρωμένα. Ετσι έγινα γραμματέας σύνταξης στην “Ιστανμπούλ Εξπρές” και στη συνέχεια αρχισυντάκτης της. Ιδρυσα μάλιστα και μία εφημερίδα με κάποιους άλλους συναδέλφους, τη “Γενί Γκαζέτ”, της οποίας ήμουν ο διευθυντής».
Πόσο εύκολο ήταν να ιδρύσει κανείς μια εφημερίδα εκείνη την εποχή;
«Ηταν σαφώς πιο εύκολο από ό,τι σήμερα. Σήμερα πρέπει κανείς να διαθέσει πολλά εκατομμύρια για να κάνει κάτι ανάλογο. Την εποχή εκείνη, θυμάμαι, η μητέρα μου είχε βάλει υποθήκη το διαμέρισμά της για 50.000 λίρες και έτσι έγινα συνέταιρος σε ένα τυπογραφείο. Το επάγγελμα όμως του δημοσιογράφου ήταν δύσκολο λόγω της λογοκρισίας. Θυμάμαι τη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές, λίγο μετά την απόφαση της Τουρκίας να μην παίξει με το Ισραήλ στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου. Οι Ισραηλινοί ήταν πολύ απογοητευμένοι. Ρώτησα λοιπόν τον πρωθυπουργό γιατί πήρε αυτήν την απόφαση και στη θέση του απάντησε ο υπουργός Εξωτερικών, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη στάση της Τουρκίας. Εγώ του είπα ότι οι λόγοι που επικαλούνταν δεν ίσχυαν και ότι στην ουσία δεν ήθελαν να παίξουν με το Ισραήλ για λόγους καθαρά πολιτικούς. Την επόμενη ημέρα ο διευθυντής της εφημερίδας με κάλεσε και μου είπε: “Γκόκσιν, πρέπει να φύγεις από την εφημερίδα”. Ετσι έφυγα και ίδρυσα τη “Γενί Γκαζέτ” το 1957, της οποίας ήμουν αρχισυντάκτης και ιδιοκτήτης κατά 25%. Το άλλο 25% το είχε ένας φίλος μου και το υπόλοιπο 50% ένας άλλος, ο οποίος στην ουσία ήταν ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας. Στην εφημερίδα λοιπόν έγραφε και ο γιος του υπουργού Εξωτερικών, Φουάτ Κεπουλού, ο οποίος μάλιστα ήταν ο πρώτος που έγραψε άρθρο εναντίον της κυβέρνησης. Οταν δημοσιεύτηκε το άρθρο αυτό, η κυβέρνηση σταμάτησε να μας δίνει χαρτί για εκτύπωση. Γιατί εκείνη την εποχή οι εφημερίδες προμηθεύονταν χαρτί σε χαμηλές τιμές από την κυβέρνηση. Αλλιώς, έπρεπε να το φέρουμε από τη Φινλανδία ή να το αγοράσουμε στη μαύρη αγορά πέντε ή δέκα φορές πιο ακριβό. Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας είπε λοιπόν ότι έπρεπε να αλλάξουμε τον πολιτικό προσανατολισμό της. Εγώ φυσικά αρνήθηκα και υπέβαλα την παραίτησή μου. Την εποχή εκείνη τα πράγματα ήταν απόλυτα ελεγχόμενα, όπως άλλωστε είναι και σήμερα. Σήμερα είναι μάλιστα πολύ χειρότερα. Τρεις στις τέσσερις εφημερίδες είναι στα χέρια των ισλαμιστών. Μόνο δυο-τρεις εφημερίδες κάνουν πραγματική αντιπολίτευση».
Ακούγεστε σκεπτικός για την πορεία της χώρας σας...
«Κοιτάξτε, από την εποχή που ο Μεντερές ανέβηκε στην εξουσία, η προσευχή στα τζαμιά λέγεται υποχρεωτικά στα αραβικά, ενώ πριν, στην εποχή του Ατατούρκ, ήταν στα τουρκικά. Σήμερα κανείς δεν καταλαβαίνει τις προσευχές αυτές. Ο Μεντερές θέλησε να έχει στο χέρι του τη θρησκεία για να πάρει τους πιστούς με το μέρος του. Παρ’ όλα αυτά, το 1960, όλοι τον απεχθάνονταν και γι’ αυτό έγινε η δικτατορία. Κατόπιν τον δίκασαν και τον απαγχόνισαν και αυτόν και πολλούς άλλους. Ηταν απάνθρωπο, αλλά έτσι έγινε. Αυτό ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50, με την άνοδο του Μεντερές στην εξουσία και, έπειτα από διάφορες δικτατορίες, φτάσαμε στον Ερντογάν και στη σημερινή κατάσταση, όπου τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα».
Πώς βλέπετε τη στάση της Ευρώπης σε σχέση με την Τουρκία;
«Πρόκειται πάντα για την ίδια ιστορία. Την πολιτική τη διευθύνουν τα λόμπι. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το αρμενικό λόμπι είναι πολύ ισχυρό, αφού αντιπροσωπεύει γύρω στις 400.000-500.000 ψήφους. Για αυτόν τον λόγο δεν θέλει ο Σαρκοζί την Τουρκία. Διάβασα πρόσφατα ένα άρθρο στη “HeraldTribune” το οποίο έθετε το ερώτημα αν η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη ή η Ευρώπη την Τουρκία. Σήμερα η Τουρκία έχει ρυθμό ανάπτυξης 10%. Μετά τους Κινέζους είναι οι Τούρκοι. Με τις ιστορίες του ισλαμισμού, ο Ερντογάν κατάφερε να ελέγξει την οικονομία, βάζοντας τους μουσουλμάνους να δουλεύουν με τους Aραβες. Είναι η μόνη θετική κίνηση που έχει κάνει. Από την άλλη όμως πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν και δεν βρίσκουν δουλειά».
Οι εξελίξεις αυτές έχουν επηρεάσει τη θέση της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία;
«Σαφώς! Ενώ για κάποια χρόνια είχε βελτιωθεί, τώρα ακούγεται ότι το κόμμα πληρώνει τις γυναίκες 100-200 δολάρια τον μήνα για να φοράνε μαντίλες. Αυτό είναι μυστικό φυσικά. Παλαιότερα δεν έβλεπες γυναίκα με τσαντόρ στην Τουρκία. Τώρα υπάρχουν πολλές. Είναι τρομερό να φυλακίζεις έτσι τη γυναίκα. Δεν έχετε παρά να δείτε τις συζύγους του προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού ή του υπουργού Εξωτερικών: όλες φοράνε μαντίλες. Ολα αυτά υποκινούνται από ανθρώπους που βρίσκονται στην Αμερική, όπως ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Το περιοδικό “Time” αφιέρωσε πρόσφατα σε αυτόν έξι σελίδες. Ζει στην Αμερική και κατευθύνει τους τούρκους ισλαμιστές οι οποίοι έχουν πάρει με το μέρος τους την αστυνομία και τον στρατό. Στην ουσία αυτοί κυβερνούν τη χώρα. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον, πάντως τα πράγματα προς το παρόν είναι άσχημα».
Η κατάσταση στην Τουρκία έπαιξε ρόλο στην απόφασή σας να φύγετε από τη χώρα;
«Οχι, την εποχή που ήρθα στο Παρίσι υπήρχε δημοκρατία. Μεταξύ 1960 και 1980 τα πράγματα ήταν καλά. Επειτα τα πράγματα άλλαξαν. Καθημερινά άρχισαν να σκοτώνουν δεκάδες ανθρώπους, αριστερούς, Κούρδους. Η σημερινή κυβέρνηση δεν ξέρει τι να κάνει με τους Κούρδους. Είπαν ότι θα τους συναντούσαν για να συζητήσουν τα θέματά τους και τελικά τους φυλάκισαν. Ολα αυτά βέβαια υποκινούνται από τις ξένες δυνάμεις, όπως συμβαίνει παντού. Οι πρώτοι σύμμαχοι του Μπιν Λάντεν ποιοι ήταν; Οι Αμερικανοί ήταν, για να πολεμήσουν τους Ρώσους. Εγώ όμως πιστεύω ότι όλες οι δυστυχίες του κόσμου προέρχονται από τις σχέσεις Ισραήλ και Παλαιστίνης. Ακόμη δεν έχουν βρει λύση, από το 1948, και το πρόβλημα διαιωνίζεται. Πρέπει να βρεθεί μια λύση για τους Παλαιστινίους. Δεν μπορούν να κρατάνε φυλακισμένους τόσα εκατομμύρια ανθρώπους στη Γάζα. Τους βομβαρδίζουν, σκοτώνουν τα γυναικόπαιδα, και στο Ισραήλ σκηνοθετούν απλώς τον θάνατο τεσσάρων-πέντε δικών τους για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Οταν έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στην Αμερική, ο Μπιν Λάντεν είχε πει ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους το έκανε ήταν και το πρόβλημα των Παλαιστινίων».
Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί μια τέτοια πράξη...
«Σαφώς, αλλά πρέπει να λάβει κανείς υπόψη πόσοι νεκροί υπήρξαν και από την άλλη πλευρά. Οσο για τις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ, τελευταία, πριν από τα επεισόδια με τον στολίσκο ανθρωπιστικής βοήθειας, υπήρξαν κρυφές συνομιλίες ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών της Τουρκίας και του Ισραήλ. Συναντήθηκαν στην Ελβετία για να μιλήσουν για το πώς θα έπρεπε να λύσουν το πρόβλημα Ισραήλ - Τουρκίας. Είναι πολύ φονταμενταλιστής ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ. Οι Τούρκοι ήρθαν στη συνάντηση με πέντε όρους και απείλησαν ότι, αν το Ισραήλ δεν τους δεχόταν, θα διέκοπταν τις σχέσεις τους με τη χώρα. Τώρα άνοιξαν λίγο τη Γάζα και μπορεί να σταλεί ανθρωπιστική βοήθεια. Οχι όμως όπλα».
Εσείς είστε ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα αυτό, αφού ένα από τα πρώτα φωτορεπορτάζ σας αφορούσε τον πόλεμο του Ισραήλ.
«Ναι, ήταν το 1955 στο Σινάι. Πριν από έναν-δύο μήνες μάλιστα, με πήραν τηλέφωνο από την Αμερική για να μου ζητήσουν μερικές φωτογραφίες. Επρόκειτο για φωτογραφίες ισραηλινών στρατιωτών τουρκικής καταγωγής επάνω σε τεθωρακισμένα με τουρκικές σημαίες. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν πολύ δεμένοι με την Τουρκία. Η Τουρκία μάλιστα ήταν από τις πρώτες χώρες – καθώς και η πρώτη μουσουλμανική χώρα – που αναγνώρισε το Ισραήλ. Αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου αποκλειστικότητες. Καθώς υπήρχαν εκατοντάδες γάλλοι πιλότοι που πολεμούσαν με το μέρος του Ισραήλ, εγώ είχα μιλήσει με έναν από αυτούς που είχε βομβαρδίσει τους Αιγυπτίους και έτσι ήμουν ο πρώτος που τράβηξε φωτογραφίες από τα γεγονότα. Κανείς δεν ήξερε ακόμη τι συνέβαινε. Κάποιοι εβραίοι από την Τουρκία με είχαν πάει μάλιστα στις σκηνές όπου άφηναν τους πληγωμένους να πεθάνουν».
Είστε επίσης ο πρώτος τούρκος ρεπόρτερ που πήγε στην Αλβανία, στην Πράγα, στην Κίνα, στην Κούβα... Πάντα επιδεικνύατε ιδιαίτερη εφευρετικότητα όσον αφορά την πραγματοποίηση των ρεπορτάζ σας.
«Για μένα ήταν κάτι φυσικό. Την εποχή, για παράδειγμα, που έκανε ο Κένεντι το εμπάργκο στην Κούβα, εγώ έμαθα ότι ένα τουρκικό πλοίο πήγαινε εκεί μεταφέροντας σιτάρι από τη Ρωσία. Πήγα λοιπόν και βρήκα τον ίδιο τον εφοπλιστή, ο οποίος μου είπε ότι θα μπορούσα να επιβιβαστώ αν είχα διαβατήριο ναυτικού. Κανονικά η έκδοση διαβατηρίου ναυτικού έπαιρνε μήνες. Εγώ το πήρα αμέσως επειδή ήμουν αρχισυντάκτης εφημερίδας και γνώριζα τον διευθυντή της αστυνομίας. Ετσι πήγα στα Μπαρμπέιντος και επιβιβάστηκα στο εν λόγω πλοίο, το οποίο περνούσε από εκεί στον δρόμο προς την Κούβα. Μέσα από τη δουλειά μου έχω οργώσει πραγματικά τον κόσμο».
Εσείς που γεννηθήκατε στη Σμύρνη μόλις τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή της πώς εισπράττατε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στους Τούρκους και στους Ελληνες εκείνη την εποχή;
«Κοιτάξτε, την Ιστορία πρέπει να τη διαβάζει κανείς και από τις δύο πλευρές. Από τη μία, οι Τούρκοι φέρονται να έκαψαν τα σπίτια των Ελλήνων και να τους πέταξαν στη θάλασσα, από την άλλη όμως, οι Ελληνες ήταν αυτοί που είχαν έρθει να καταλάβουν τη Σμύρνη, διαπράττοντας πολλές βιαιοπραγίες. Ετσι οι στρατιώτες του Ατατούρκ αντεπιτέθηκαν και πήραν πίσω τη Σμύρνη. Οι Ελληνες μπορεί να λένε ότι οι Τούρκοι έκαψαν τα σπίτια τους, αλλά οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα έκαψαν οι ίδιοι οι Ελληνες προτού φύγουν. Αλλά, πέρα από την Ιστορία και την πολιτική, εμείς ήμασταν πολύ φίλοι με τους Ελληνες. Οι καλύτεροι φίλοι μου ήταν Ελληνες, ήταν Αρμένιοι. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τις μειονότητες. Ο Ατατούρκ είχε γίνει φίλος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και όταν εγώ αργότερα ήρθα στην Ελλάδα και πήρα συνέντευξη από τον γιο του, τον Σοφοκλή, που ήταν πρωθυπουργός, μου είχε πει ότι ήθελε να γίνει μία ελληνοτουρκική ομοσπονδία. Για τον Μακάριο, μάλιστα, είχε πει ότι θα έπρεπε να αποφασίσει τι ήθελε να είναι. Αν ήθελε να είναι ιερωμένος, θα έπρεπε να περιοριστεί στα θέματα της Εκκλησίας. Αν όμως ήθελε να είναι πολιτικός, θα έπρεπε να βγάλει τα ράσα και να σταματήσει να παίζει ταυτόχρονα και στα δύο πεδία. Οι σχέσεις των δύο χωρών λοιπόν την εποχή εκείνη ήταν καταπληκτικές. Κάποια στιγμή όμως εφαρμόστηκε ένας ανόητος νόμος στην Τουρκία, ο οποίος επέβαλλε πολύ μεγάλους φόρους στους πλούσιους Ελληνες, τους Αρμένιους και τους εβραίους. Και όσοι από αυτούς δεν τους πλήρωναν, έπρεπε να πάνε να δουλέψουν εργάτες στα βόρεια της χώρας. Αυτό ήταν το πρώτο πολύ κακό μέτρο εναντίον των Ελλήνων. Επειτα ήταν η υπόθεση της 6ης Σεπτεμβρίου του ’55, όπου είχαν γίνει μεγάλες διαδηλώσεις στην Τουρκία, επειδή είχαν βάλει βόμβα στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στο Σελάνικ (σ.σ.: Θεσσαλονίκη). Εγώ είχα πρωτομεταδώσει την είδηση ως αρχισυντάκτης της “Ιστανμπούλ Εξπρές”. Η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι δεν είχε καμία σχέση με το συμβάν. Τελικά αποκαλύφθηκε ότι τη βόμβα την είχαν βάλει οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας και η τουρκική κυβέρνηση, για να προκαλέσουν διαδηλώσεις στην Τουρκία εναντίον της Ελλάδας, διότι εκείνη την εποχή οι δύο χώρες συζητούσαν στην Αγγλία την υπόθεση της Κύπρου. Η οποία υπόθεση δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα».
Ποια θεωρείτε ότι μπορεί να είναι η λύση στο κυπριακό ζήτημα;
«Η λύση είναι απλή. Πρέπει να γίνει δεκτή και η τουρκική πλευρά της Κύπρου στην Ευρώπη. Ο ΟΗΕ είχε προτείνει μια τέτοια λύση, αλλά οι Κύπριοι δεν τη δέχτηκαν. Λέγεται όμως ότι θα βρουν κάποια λύση σύντομα. Και πρέπει να βρουν, διότι οι Τούρκοι και οι Ελληνες δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε. Εμένα οι καλύτεροι φίλοι μου ήταν Ελληνες και τους έχασα επειδή, σύμφωνα με κάποιον νόμο, οι Ελληνες που δεν είχαν τουρκικό διαβατήριο έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Οι γονείς τους που είχαν τουρκικά διαβατήρια μπορούσαν να μείνουν, αλλά τα παιδιά έπρεπε να φύγουν. Εχασα έτσι τρεις-τέσσερις πολύ καλούς φίλους μου. Μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, ήρθα στην Αθήνα για να κάνω ένα ρεπορτάζ για τη “Χουριέτ” πάνω στο θέμα αυτό. Του είχα δώσει τον τίτλο: “Αχ Ιστανμπούλ!”, γιατί όλοι τους ήθελαν να επιστρέψουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Εγώ ήμουν τόσο συντετριμμένος όταν έγραφα το άρθρο, που έκλαιγα συνεχώς. Μα, οι Ελληνες και οι Τούρκοι δεν έχουμε διαφορές μεταξύ μας! Μας αρέσουν η ίδια μουσική, οι ίδιες γυναίκες, τα ίδια φαγητά. Γιατί, όπως και να το κάνεις, οι Τούρκοι ήταν εκεί εκατοντάδες χρόνια. Ακόμη και ο τούρκικος καφές ονομάστηκε ελληνικός. Ο γιος Βενιζέλος είχε δίκιο. Επρεπε να γίνει η ομοσπονδία τότε. Ετσι δεν θα υπήρχε πρόβλημα σήμερα και δεν θα αγόραζε η Τουρκία όπλα εναντίον της Ελλάδας και η Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας. Είναι αστείο να επιβάλεις στον ελληνικό και στον τουρκικό λαό να κάνει τόσες αμυντικές δαπάνες. Οι ξένες δυνάμεις όμως πάντα ήθελαν να υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στις δύο χώρες. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, γίνονται κάποιες προσπάθειες για την ενδυνάμωση της ελληνοτουρκικής φιλίας».
Ουσιαστικά λοιπόν δεν υπάρχει πρόβλημα σε επίπεδο λαών...
«Τα προβλήματα τα δημιουργούν οι πολιτικοί. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Αρμένιους. Με τους Ελληνες ήμασταν πάντα πάρα πολύ φίλοι. Εγώ το φωτογραφικό πρακτορείο μου στο Παρίσι το έκανα με έναν έλληνα φίλο μου από την Τουρκία, τον Κώστα Δαπόντε. Τρέχαμε μαζί όταν κάναμε στίβο παλιά και ξαναβρεθήκαμε χρόνια μετά στο Παρίσι, όπου του πρότεινα να δουλέψουμε μαζί. Ετσι έκανα το Sipa που έγινε ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά πρακτορεία, από το οποίο αποχώρησα λόγω υψηλού κόστους συντήρησης».
Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν λίγο στη φωτογραφία... Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι τα πρακτορεία σήμερα διέρχονται περίοδο κρίσης;
«Κοιτάξτε, το πρακτορείο Gamma έχει κλείσει. Το Sigma αγοράστηκε από το Corbis του Μπιλ Γκέιτς. Μόνο το Sipa έχει μείνει. Αλλά τα έξοδα λειτουργίας του είναι τεράστια. Στη Γαλλία οι φωτογράφοι έχουν γίνει σαν τους δημοσίους υπαλλήλους των κομμουνιστικών καθεστώτων. Από τη στιγμή που παίρνουν έναν σταθερό μισθό, γιατί να δουλέψουν; Αυτό το λάθος, νομίζω, έκανε ο Μαρξ. Δεν μπορείς να δίνεις σε όλους τον ίδιο μισθό, ανεξάρτητα από την ποσότητα και την ποιότητα της δουλειάς τους. Οι φωτογράφοι λοιπόν έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, με αποτέλεσμα στους 25 να δουλεύουν μόνο οι πέντε και οι άλλοι να κάθονται. Αυτό είναι βέβαια μόνο ένας από τους λόγους της κρίσης την οποία αντιμετωπίζει ο τομέας. Ο άλλος λόγος είναι η εμφάνιση των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών. Γιατί, μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός. Υπήρχαν μόνο μερικές εκατοντάδες φωτογράφοι, ενώ τώρα είναι εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο. Κάθε γεγονός μπορεί να καλυφθεί από κάποιον ερασιτέχνη. Αν δεν το κάνεις εσύ, κάποιος άλλος θα το κάνει. Στο Twitter ή στο Internet μπορείς να βρεις τα πάντα, ενώ σε δέκα μόνο λεπτά οι φωτογραφίες μπορούν να σταλούν στις αίθουσες σύνταξης. Το CNN κάνει καθημερινά εκπομπές με φωτογραφίες ερασιτεχνών. Το ίδιο και το BBC. Oλοι ψάχνουν φθηνές ή ακόμη και δωρεάν φωτογραφίες. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη έντυπα, όπως ο “Figaro” ή το “Time” και αρκετά άλλα, που απευθύνονται σε επαγγελματίες φωτογράφους ή σε πολύ καλούς ερασιτέχνες. Οπότε, δεν μπορεί να πει κανείς ότι το φωτορεπορτάζ έχει πεθάνει. Απλώς σήμερα περνάμε σε μια νέα περίοδο εκδημοκρατισμού της φωτογραφίας και, κατ’ επέκταση, της πληροφορίας, που δεν αποτελεί πια προνόμιο των ολίγων».
Κλείνοντας, θα ήθελα να ρωτήσω εσάς, που ζήσατε από κοντά μερικά από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ού αιώνα, πώς βλέπετε το μέλλον;
«Οπως σας είπα, αν δεν λυθεί το θέμα των Παλαιστινίων, τα προβλήματα θα συνεχιστούν, διότι η κατάσταση αυτή θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως πρόφαση. Ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί να βρει μια λύση, αλλά δεν τον αφήνει το εβραϊκό λόμπι, που είναι πολύ ισχυρό στην Αμερική και βλέπει μόνο τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από την παρούσα κατάσταση. Αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οταν χτύπησαν τη Γάζα και είχαμε χιλιάδες νεκρούς, όλος ο κόσμος το είδε αυτό μέσα από το Internet ή την τηλεόραση. Τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Oσο δεν βλέπεις κάτι, μπορεί κανείς να σου πει ό,τι θέλει. Οταν όμως το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια, τα δεδομένα αλλάζουν. Πρέπει επιτέλους να ιδρυθεί ένα παλαιστινιακό κράτος δίπλα στο Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι έζησαν τόσους αιώνες μαζί με τους εβραίους. Αν ο Ομπάμα δεν καταφέρει τίποτε, το μέλλον θα είναι πολύ σκοτεινό. Oσο για την Ελλάδα και την Τουρκία, εύχομαι να καταφέρουν αυτό που έλεγε ο Βενιζέλος για την ομοσπονδία. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη θα είναι η πραγματοποίηση αυτής της ιδέας που είχε πρωτοδιατυπωθεί πριν από 50 και πλέον χρόνια. Eτσι, αντί να είμαστε “εχθροί”, θα ζούμε και θα δουλεύουμε μαζί. Ετσι και αλλιώς, δεν έχουμε απολύτως τίποτε να χωρίσουμε...».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 521, σελ. 26-32, 10/10/2010.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου