Tου Σταθη N. Kαλυβα*
Η επιτυχία έχει πολλούς διεκδικητές, ενώ η αποτυχία είναι ορφανή. Και οι δύο όμως έχουν τις ρίζες τους σε συστήματα ιδεών, αντιλήψεων και αφηγήσεων που συνήθως αποκαλούμε «ιδεολογίες». Αν αναζητήσει κανείς τα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας με την οποία πορευτήκαμε προς την χρεοκοπία μάλλον δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει τρία θεμελιώδη συστατικά: λαϊκισμό, ναρκισσισμό και «αριστερισμό».
Ο λαϊκισμός είναι ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που περιλαμβάνει τον εξισωτισμό (την επιθυμία της ισοπέδωσης προς τα κάτω), την αναζήτηση του ατομικού βολέματος εκτός των νόμων και σε βάρος του κοινού συμφέροντος, την ολοκληρωτική αποποίηση κάθε ατομικής ευθύνης και την συστηματική εξαγωγή προσόδων από το κράτος. Ο λαϊκισμός έγινε πολιτική πρακτική όταν λειτούργησε ως βάση ενός κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο οι πολιτικοί παρείχαν απλόχερα κρατικές προσόδους σε ομάδες ή άτομα, με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Η «υλική βάση» αυτού του κοινωνικού συμβολαίου υπήρξε η λεηλασία, αρχικά των ευρωπαϊκών κονδυλίων και αργότερα του φτηνού χρήματος της Ευρωζώνης. Η Ευρώπη λειτούργησε για την Ελλάδα κάπως σαν τον φυσικό πλούτο στις χώρες που τον διαθέτουν άφθονο, οπλίζοντας με χρήμα ανεύθυνους πολιτικούς. Πετύχαμε έτσι ένα επίπεδο ευημερίας που τελικά αποδείχθηκε ιδιαίτερα επισφαλής, ενώ κατασκευάστηκε ένα απατηλό όραμα γενικευμένου και εύκολου πλουτισμού. Η πρόσβαση σε μια άνετη ζωή θεωρήθηκε αυτονόητο δικαίωμα άσχετο από την προσπάθεια και τις ικανότητες του καθενός και εντελώς ξεκομμένο από την ικανότητα της χώρας να καινοτομεί και να ανταγωνίζεται, δηλαδή να παράγει πλούτο. Η συναλλαγή αυτή διέφθειρε τόσο τους πολιτικούς (που γνώριζαν πως το σύστημα ήταν σαθρό αλλά πίστεψαν πως θα είχε αέναη διάρκεια) όσο και τους πολίτες που έμαθαν να απαιτούν και να εκβιάζουν την ιδιωτική πρόσβαση σε δημόσια αγαθά χωρίς πρόθεση ατομικής συνεισφοράς. Ο μπαμπούλας του «πολιτικού κόστους» αποδείχθηκε ιδιαίτερα βολικός για όλους, ακόμα και όταν ήταν υπαρκτός. Μπορεί ο Ανδρέας Παπανδρέου να τον έκανε λάβαρο και να του έδωσε την υπόσταση που απέκτησε, όμως ο λαϊκισμός δεν έκανε πολιτικές διακρίσεις: το έδαφος προλείανε η Χούντα, ενώ πρόσφατα η Νέα Δημοκρατία υπηρέτησε το ίδιο όραμα με ενθουσιασμό. Κλασικό παράδειγμα του είδους, ο Νικήτας Κακλαμάνης.
Το δεύτερο συστατικό είναι ο ναρκισσισμός, ακραία έκφανση μιας έντονης προϋπάρχουσας ροπής προς τον συναισθηματισμό και τον ρομαντισμό. Μολονότι κανείς δεν επαίρεται γι’ αυτόν, είναι εμφανής και διάχυτος. Τον συναντάμε στην απόλυτη κυριαρχία της καταγγελίας σε σχέση με την άρθρωση προτάσεων και ενυπάρχει σε πλήθος διαδεδομένων αντιλήψεων: π.χ. πώς το Μνημόνιο είναι η αιτία της κρίσης και όχι το αποτέλεσμα της ή πως φταίνε οι άλλοι για τη χρεοκοπία και όχι εμείς. Το κατεξοχήν σύνθημα του ναρκισσισμού; «Δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε». Επειδή, όμως, η πραγματικότητα δεν αλλάζει μόνο και μόνο επειδή δεν μας αρέσει, ο ναρκισσισμός οδηγεί σχεδόν πάντοτε στην απάτη και την ανυποληψία: όταν τα στατιστικά στοιχεία δεν βόλευαν, κατασκευάζαμε πλαστά. Τώρα, κάποιοι προτείνουν να μην πληρώσουμε τα δανεικά ή να «ξεσηκωθούμε», ενώ άλλοι να αποφύγουμε τις μεγάλες αλλαγές μπας και ξεγλιστρήσουμε κάπως. Θεωρούν, εντελώς ναρκισσιστικά, πως έτσι θα εξαφανίσουμε το πρόβλημα ή (πολύ παραπάνω) τις συνθήκες που το δημιούργησαν.
Το τρίτο συστατικό της ιδεολογίας αυτής είναι ο «αριστερός» λόγος που κυριάρχησε μετά την πτώση της χούντας. Ενα κακέκτυπο, κακοχωνεμένο λεξιλόγιο που εισήγαγαν αποτυχημένοι διανοούμενοι, συνήθως έπειτα από πολυετή «φοιτητική» θητεία στο Παρίσι, συνδυάστηκε με ένα δικαιολογημένο ίσως, αλλά υπερβολικό αίσθημα εθνικής ανασφάλειας, παράγοντας έναν βαθύτατα συντηρητικό λόγο που πολιτογραφήθηκε ως προοδευτικός. Ετσι, η ισοπέδωση ονομάστηκε ισότητα, η προσοδοφορία λαϊκό δικαίωμα και η καταπάτηση των νόμων επαναστατική ανυπακοή. Στο πλαίσιο αυτό γίνονται κατανοητά φαινόμενα όπως η ανάδειξη του Αρη Βελουχιώτη σε σύμβολο του Ελληνισμού, η συμπάθεια για την τρομοκρατία, ο χαρακτηρισμός της «εξέγερσης» του Δεκεμβρίου 2008 ως του πιο πολιτικού γεγονότος στην Ευρωπαϊκή ιστορία εδώ και 30 χρόνια, η πάγια καταγγελία κάθε απόπειρας επιβολής του νόμου ως αυθαίρετης κρατικής βίας, ακόμα και ο πρόσφατος ξεσηκωμός για το δικαίωμα στο κάπνισμα. Ο λόγος αυτός, εύκολος και ευπροσάρμοστος, νομιμοποίησε τόσο τον υποβόσκοντα ναρκισσισμό όσο και τον ακατέργαστο λαϊκισμό, ντύνοντας τα με ένα ιδεολογικό περίβλημα. Διαπότισε τόσο βαθιά την κοινωνία που πήρε τη μορφή αυτόματου αντανακλαστικού.
Οι ιδεολογίες δεν πεθαίνουν από τη μια μέρα στην άλλη και η ιδεολογία της χρεοκοπίας δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν έχει όμως μέλλον, γιατί κατέρρευσε το οικοδόμημα που τη γέννησε και τη συντήρησε. Τι θα την αντικαταστήσει; Αυτό θα κριθεί από την έκβαση της κρίσης. Αν αποτύχουμε, η περιθωριοποίηση και το τέλμα στο οποίο θα οδηγηθούμε θα παραγάγει ενδεχομένως ένα είδος μοιρολατρικού λαϊκισμού με φασιστοειδές περικάλυμμα. Αντίθετα, η επιτυχής έξοδος από την κρίση αντιστοιχεί στο όραμα μιας κοινωνίας που καινοτομεί και δημιουργεί. Ο επιθανάτιος ρόγχος της ιδεολογίας της χρεοκοπίας της θα επισπευσθεί, όσο αναδεικνύεται δημόσια ο επιζήμιος ρόλος της με άμεσο και συστηματικό τρόπο.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 31/10/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου