Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Τουρκία


«Η επιστροφή στο Ισλάμ είναι η εκδίκηση των καταπιεσμένων»
Ποτέ άλλοτε το οικοδόμημα του Κεμάλ Ατατούρκ στη γείτονα δεν έχει γνωρίσει τόσους κλυδωνισμούς όσο στις μέρες μας. Οχι μόνο από τον αποφασισμένο ηγέτη του «λάιτ» Ισλάμ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά κυρίως από τα ίδια τα υλικά κατασκευής του που είχαν ημερομηνία λήξης. Ο καθηγητής Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου Νιαζί Κιζίλγιουρεκ ξεδιπλώνει τις αντιφάσεις μιας λογικής που θέλησε να αναμορφώσει την Τουρκία με το ζόρι κι εξηγεί γιατί ο κεμαλισμός είναι καταδικασμένος ή να προσαρμοστεί ή να καταρρεύσει, με τρόπο μάλιστα οδυνηρό. Το τελευταίο αφορά κι εμάς.
Ογδόντα εφτά χρόνια από τότε που ο Κεμάλ Ατατούρκ εξελέγη προσωρινός πρόεδρος της Τουρκίας (Απρίλιος 1923) και 86 από τότε που με απόφασή του καταργήθηκε το Χαλιφάτο (Μάρτιος 1924), ο κεμαλισμός στην Τουρκία μοιάζει να βρίσκεται στριμωγμένος στη γωνία. Το πορτρέτο του «πατέρα των Τούρκων» εξακολουθεί να δεσπόζει παντού. Το διαπεραστικό και βλοσυρό του βλέμμα, όμως, που δεκαετίες τώρα παρακολουθεί τη μακρά πορεία των παιδιών του προς τον «εκδυτικισμό» σκιάζεται από έκπληξη, ίσως και οργή. Το έθνος-κράτος που δημιούργησε πάνω στα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον «ορθό δρόμο» που εκείνος χάραξε. Τα παιδιά του, οι Τούρκοι, δεν τον υπακούν πια και στρέφουν το δικό τους βλέμμα στο ισλαμικό τους παρελθόν, το οποίο αυτός με το καρότο, αλλά πιο πολύ με το μαστίγιο πίστεψε ότι θα εξοβέλιζε για πάντα. Ακόμα και οι θεματοφύλακες της κληρονομιάς του, οι στρατιωτικοί, όταν δεν είναι στη φυλακή βρίσκονται απομονωμένοι στο υπό πολιορκία «βαθύ κράτος», το άλλοτε πανίσχυρο οχυρό τους.

Το κεμαλικό τείχος, μέσα στο οποίο έννοιες όπως εθνική ταυτότητα, πρόοδος, εκκοσμίκευση επιβλήθηκαν διά πυρός και σιδήρου, έχει παντού ρωγμές. Ο καθηγητής στο τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Νιαζί Κιζίλγιουρεκ έχει δώσει μάχες κατά του εθνικισμού και των δύο κοινοτήτων του νησιού, θεωρώντας τους υπαίτιους της «πράσινης γραμμής». Συγγραφέας μεταξύ άλλων και του βιβλίου «Κεμαλισμός: Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας» (Μεσόγειος 2006), εντοπίζει τα τρωτά σημεία και τις δομικές αστοχίες του κεμαλικού οικοδομήματος, που είναι αυτές που προετοιμάζουν το τέλος του.

Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που έκανε τον Κεμάλ... κεμαλιστή; «Ο Ατατούρκ ανήκει σ' εκείνη τη γενιά των Νεοτούρκων που διαμόρφωσαν μια κοσμοαντίληψη σε μια εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε διαδικασία αποσύνθεσης. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κοσμοαντίληψης ήταν η στροφή προς τον τουρκικό εθνικισμό, προς μία "ε- πιστημονική αντίληψη" υπό την επιρροή του θετικισμού, η ισχυρή βούληση για πρόοδο και ο περιορισμός της επιρροής της θρησκείας, την οποία θεωρούσαν κύριο αίτιο για την υπανάπτυξη της τουρκικής κοινωνίας. Πρόκειται για μία κοσμοαντίληψη ελιτίστικη, που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως μία "πεφωτισμένη δεσποτεία". Αυτές οι αντιλήψεις βρίσκουν την πιο ριζοσπαστική έκφρασή τους στο πρόσωπο του Κεμάλ».

Αν συμφωνείτε ότι οι λέξεις εκδυτικισμός - εκσυγχρονισμός, πολιτισμός, τουρκικό έθνος είναι λέξεις- κλειδιά της κεμαλικής αναμόρφωσης, ποιο περιεχόμενο έδωσε σε καθεμία από αυτές το καθεστώς; «Η πορεία για τον εκσυγχρονισμό ξεκινάει πολύ πιο πριν από τον κεμαλισμό. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η κυριαρχούσα ελίτ αποφάσισε να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την επιβίωση της αυτοκρατορίας - ιδιαίτερα μετά την Ελληνική Επανάσταση, μια επανάσταση που υπέδειξε τις αδυναμίες του οθωμανικού κράτους. Ετσι, ξεκίνησε μια αναζήτηση για εκσυγχρονισμό εν όψει της υπεροχής του δυτικού κόσμου. Οι μουσουλμάνοι στοχαστές, Αραβες και Τούρκοι, που είχαν επηρεαστεί από τις ευρωπαϊκές ιδέες, εισήγαγαν στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού στον οθωμανο-ισλαμικό κόσμο, επιχειρώντας να συνδέσουν τον εκσυγχρονισμό με την ισλαμική παράδοση. Για παράδειγμα, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ προωθούσε μιαν αντίληψη του εκσυγχρονισμού διαχωρίζοντας την κουλτούρα από τον πολιτισμό, όπου ο πολιτισμός σηματοδοτούσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και σήμαινε την τεχνογνωσία, ενώ η κουλτούρα συνδεόταν με την παράδοση. Ο Κεμάλ, που ριζοσπαστικοποίησε τον οθωμανικό εκσυγχρονισμό απορρίπτοντας το διαχωρισμό κουλτούρας και πολιτισμού, ταύτισε τον εκσυγχρονισμό με τον δυτικό πολιτισμό. Γι' αυτόν ένας ήταν ο πολιτισμός, ο δυτικός, στον οποίο έπρεπε να ενταχθεί και ο τουρκικός λαός. Για τον Κεμάλ εκσυγχρονισμός σήμαινε εκδυτικισμός, που με τη σειρά του σήμαινε "εξανθρωπισμός"».

Ο εκδυτικισμός, συνεπώς, περιλάμβανε αναγκαστικά και την εκκοσμίκευση της τουρκικής κοινωνίας. «Η εκκοσμίκευση είναι ο βασικός πυλώνας της κεμαλικής ιδεολογίας, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στη βούληση για "αλλαγή πολιτισμού" από τη μια και στη διαμόρφωση του τουρκικού έθνους από την άλλη. Μέσα από την εκκοσμίκευση ο Ατατούρκ περιόριζε σημαντικά την επιρροή του Ισλάμ, γενικά στις δημόσιες υποθέσεις και συγκεκριμένα στην ταυτότητα του τούρκου πολίτη. Με την κοσμικότητα ο Κεμάλ δεν διαχώριζε μόνο τη θρησκεία από την Πολιτεία, αλλά προωθούσε έναν νέο τρόπο ζωής στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού».
Μια τέτοιου είδους αναμόρφωση της κοινωνίας, όμως, απαιτεί αν όχι τη συναίνεση, τουλάχιστον την ανοχή του λαού. Πώς έγινε αυτό; «Είναι υπερβολικό να μιλήσουμε για ανοχή και αδύνατο για συναίνεση. Η αναμόρφωση της κοινωνίας εκ των άνω επιβλήθηκε μέσα από την κρατική βία και τον ιδεολογικό εξαναγκασμό, στο πλαίσιο ενός μονοκομματικού συστήματος που διήρκεσε 27 χρόνια. Η κεμαλική ιδεολογία απέτυχε στη δημιουργία ηγεμονίας με την αντίληψη του Αντόνιο Γκράμσι και εξανάγκασε την κοινωνία να αναδιαμορφωθεί με έντονη κρατική παρέμβαση. Ο τουρκικός λαός δεν επαναστάτησε κατά της κεμαλικής επιβολής, ούτε όμως ενσωμάτωσε τις κεμαλικές αρχές και αξίες».

Ετσι, όμως, ο κεμαλισμός μοιάζει να έδεσε το κάρο μπροστά από το άλογο. «Οι κεμαλιστές πίστευαν στον εκσυγχρονισμό εκ των άνω. Σκέφτονταν να πραγματοποιήσουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό με νομοθετικά μέτρα και γενικότερα με μεθόδους "κοινωνικής μηχανικής". Ετσι εμφανίζονται δύο κόσμοι, εντελώς χωριστοί, που έρχονται σε σύγκρουση. Ο ένας είναι αγροτικός, παραδοσιακός και υπανάπτυκτος και ο άλλος αστικός, μοντέρνος και ανεπτυγμένος. Ο κεμαλισμός, πέραν αυτού του διχασμού, οδήγησε σε ένα ηθικό κενό: ενώ καταπολέμησε τις παραδοσιακές αξίες, απέτυχε στην καλλιέργεια νέων αξιών, κοινά αποδεκτών».

Καλλιέργησε, όμως, το δόγμα «ένα κράτος, ένας λαός, ένας αρχηγός» ο Κεμάλ. Οι «άλλοι», οι μη Τούρκοι, ποια θέση μπορεί να είχαν σ' αυτό το μόρφωμα; «Θα ήταν σωστό να διαχωρίσουμε την έννοια "οι άλλοι" στους μη μουσουλμάνους (Ελληνες, Εβραίους, Αρμενίους) και στους μουσουλμάνους μη Τούρκους - δηλαδή, τους Κούρδους. Οι μη μουσουλμάνοι αναγνωρίστηκαν ως μειονότητες με τη Συνθήκη της Λοζάνης και εξασφάλισαν δικαιώματα· παρ' όλα αυτά, στην καθημερινή λειτουργία ήταν θύματα αυτής της διάκρισης. Για παράδειγμα, υπήρχαν επαγγέλματα που απαγορεύονταν στους μη μουσουλμάνους. Οσον αφορά τους Κούρδους, η Τουρκική Δημοκρατία δεν αναγνώρισε την ύπαρξή τους, με αποτέλεσμα να πέσουν θύματα μιας κρατικής πολιτικής της αφομοίωσης και του εκτοπισμού».

Να αναζητήσουμε, λοιπόν, και τις ρίζες τις εισβολής στην Κύπρο στην κεμαλική ιδεολογία; «Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ο Κεμάλ περιόρισε το πεδίο δράσης του τουρκικού εθνικισμού στο πλαίσιο των επίσημων συνόρων της Τουρκίας. Αποφεύγει την παντουρκιστική ιδεολογία της αλύτρωτης - επεκτατικής πολιτικής. Η Τουρκία ασχολείται με την Κύπρο πρώτη φορά στη δεκα- ετία του '50 με την ενθάρρυνση της αποικιοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας από τη μια και με τη συστηματική παράκληση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την άλλη. Αντιδρά αποφασιστικά κατά της πολιτικής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και μιλά για τα γεωπολιτικά συμφέροντά της. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, με την ενθάρρυνση της αποικιακής κυβέρνησης, κατασκευάστηκε η πολιτική της διχοτόμησης ως εθνική πολιτική. Το 1960 η Τουρκία συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας ήταν εγγυήτρια δύναμη μαζί με την Ελλάδα και την Αγγλία. Μια σειρά από ταραχές στο νησί επανέφεραν στο προσκήνιο την πολιτική της διχοτόμησης. Τελικά, με το πραξικόπημα της Χούντας κατά του Μακάριου, άναψε το πράσινο φως στην Τουρκία για τη γεωγραφική διχοτόμηση της Κύπρου. Στη συνέχεια, όμως, η Τουρκία απέτυχε να εξασφαλίσει την "πολιτική διχοτόμηση" και αναγκάστηκε να εμπλακεί από την τουρκοκυπριακή ηγεσία στις συνομιλίες για εγκαθίδρυση μιας ομόσπονδης πολιτείας στην Κύπρο. Σήμερα ιδιαίτερα, η πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων επιβάλλει την επίλυση του Κυπριακού μακριά από την "πολιτική διχοτόμηση". Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένο να αναζητηθούν οι ρίζες της διχοτόμησης στην κεμαλική ιδεολογία».

Η Ελλάδα διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στην εδραίωση του κεμαλισμού; «Η άνοδος του Κεμάλ συνδέεται άμεσα με τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρασία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ανατολής και στη συσπείρωσή του γύρω από τον Κεμάλ. Μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, παρόλο που ο Κεμάλ στράφηκε κατά του οθωμανο-ισλαμικού παρελθόντος, δεν έπαψε να κάνει αναφορά στους Ελληνες ως "οι άλλοι", για την επιβολή των μεταρρυθμίσεών του. Χαρακτηριστι- κό παράδειγμα είναι όταν για πρώτη φορά παρουσίασε το καπέλο και κάλεσε τους άντρες να πετάξουν το φέσι τους, λέγοντάς τους ότι το φέσι είναι "ελληνικό"!»

Και η κοινωνία πειθάρχησε... Ομως, η πολιτική, η οικονομία, η δημόσια και η ιδιωτική σφαίρα, τομείς σαφώς διαχωρισμένοι στη Δύση, τι ρόλο έχουν στον πλανήτη του κεμαλισμού; «Η κεμαλική ιδεολογία αρχικώς στράφηκε κατά των φιλελεύθερων και αριστερών αντιλήψεων. Για τους τότε κεμαλιστές δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις και η κοινωνία ήταν ένα οργανικό σύνολο, χωρίς διαφοροποιήσεις και χωρίς συγκρούσεις. Αυτή ήταν και η βασική αντίληψη που οδήγησε στο μονοκομματικό σύστημα· αφού "δεν υπήρχαν" τάξεις, δεν χρειάζονταν πολιτικά κόμματα. Σ' αυτήν την αντίληψη η κοινωνία ήταν η προέκταση του κράτους και ο Κεμάλ ήταν ο "πατέρας" της μεγάλης αυτής οικογένειας».
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το μέχρι τότε μονολιθικό καθεστώς επέτρεψε τον πολυκομματισμό. Ποιες ήταν οι επιπτώσεις; «Με τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΛΚ) του Κεμάλ απομακρύνθηκε από την εξουσία και στη θέση του ήρθε το Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές. Το Δημοκρατικό Κόμμα διαχώρισε τη θέση του από το ΡΛΚ, ιδιαίτερα σε σχέση με τη θρησκεία. Υποσχέθηκε περισσότερες θρησκευτικές ελευθερίες, πράγμα που το έκανε δημοφιλές. Ο Μεντερές δήλωνε ότι οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να διαχωριστούν σ' αυτές που εμπεδώθηκαν από το λαό και σ' αυτές που δεν εμπεδώθηκαν. Ετσι επέτρεψε τη λειτουργία των θρησκευτικών ταγμάτων και απομακρύνθηκε από την αυστηρή εκκοσμίκευση των κεμαλιστών. Ο Ντεμιρέλ, συνεχιστής του Μεντερές μετά τον απαγχονισμό του τη δεκαετία του '60, τήρησε παρόμοια γραμμή. Η πολιτική αυτή, χωρίς να απορρίπτει τον εκδυτικισμό της χώρας, επανεισήγαγε το στοιχείο της παράδοσης στον δημόσιο χώρο».

Οπότε άνοιξε μια κερκόπορτα στο Ισλάμ. «Από την ώρα που η πολιτική ελίτ αναγκάστηκε να αναζητήσει την ψήφο του πολίτη, ξεκίνησαν και τα ανοίγματα προς το Ισλάμ. Αυτό είναι μία απόδειξη ότι οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις των δεκαετιών του '20 και του '30 δεν είχαν αγκαλιαστεί από την ευρύτερη μάζα».

Εκτοτε ο στρατός υπήρξε ο θεματοφύλακας του κεμαλισμού, που με πραξικοπήματα επέστρεφε την «ξεστρατισμένη» χώρα στον ορθό δρόμο, παραχώνοντας κάθε κοινωνική διεργασία κάτω από το χαλί. Αυτό, όμως, δεν ήταν βασική αδυναμία του καθεστώτος; «Μετά το πρώτο πραξικόπημα του '60, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ορίσει τα σύνορα του πολιτικού χώρου μέσα στον οποίο επιτρέπεται στους πολιτικούς να κινηθούν. Αυτό το σύστημα της κηδεμονίας περιόρισε την πολιτική δράση. Η αδυναμία του πολιτικού καθεστώτος προέκυψε ως αποτέλεσμα αυτού του κηδεμονικού συστήματος. Οταν οι ένοπλες δυνάμεις έκριναν ότι αυτά τα όρια παραβιάζονταν, επενέβαιναν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Τσεβίκ Μπιρ, πρώην υπαρχηγού του Γενικού Επιτε- λείου Στρατού και ενός από τους κύριους αρχιτέκτονες του πραξικοπήματος της 28ης Φεβρουαρίου '97, που απομάκρυνε τον ισλαμιστή ηγέτη Ερμπακάν από την εξουσία: "Στην Τουρκία έχουμε μία σύζευξη του Ισλάμ με τη δημοκρατία [...]. Παιδί αυτού του γάμου είναι η κοσμικότητα. Αυτό το παιδί κάποτε αρρωσταίνει. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ο γιατρός που σώζει το παιδί"».

Και μετά ήρθε ο Ερντογάν. Ηταν η εκδίκηση της υποτιμημένης από τους κεμαλιστές δυναμικής του Ισλάμ; «Μετά το πραξικόπημα της 28ης Φεβρουαρίου το ισλαμικό κίνημα εισήλθε σε νέα φάση. Οι μουσουλμάνοι νεωτεριστές, όπως οι Ερντογάν και Γκιούλ, διαχώρισαν τη θέση τους από τον παραδοσιακό ισλαμικό ηγέτη Ερμπακάν. Αντιλή- φθηκαν ότι, αν δεν αναθεωρήσουν τη θέση τους, δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν στην κεμαλική Τουρκία. Από περιφερειακό ισλαμικό κίνημα κινούνται προς μία συντηρητική αντίληψη της πολιτικής, που τους επιτρέπει να ενταχθούν στον κεντρώο χώρο της πολιτικής ζωής. Από την άλλη, πρώτη φορά τα μέλη νεωτεριστών του ισλαμικού κινήματος γίνονται θερμοί υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Εχουν πλήρη επίγνωση ότι σε μια Τουρκία μακριά από την Ε.Ε. δεν μπορούν να επιβιώσουν ως πολιτική παράταξη. Η επιστροφή της "καταπιεσμένης παράδοσης" ξεκίνησε ουσιαστικά με το πέρασμα στο πολυκομματικό σύστημα.

»Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά το πολυκομματικό σύστημα επικράτησε η συντηρητική γενιά των πολιτικών, όπως ήταν οι Μεντερές, Ντεμιρέλ και Οζάλ, που έβλεπαν την ισλαμική παράδοση με περισσότερη ανεκτικότητα. Ακόμα και ο κεμαλικός στρατός δεν μπορούσε να αγνοήσει την επιρροή της θρησκείας στην τουρκική κοινωνία και καλλιέργησε μετά το πραξικόπημα του '80 την τουρκο-ισλαμική σύνθεση, πράγμα που βοήθησε στη νομιμοποίηση του Ισλάμ. Ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, σε μια φάση που είχαν καταρρεύσει τα κόμματα του κεντρώου χώρου. Η επιτυχία τους να κερδίσουν τις εκλογές το 2002 σηματοδοτεί μια νέα φάση στη νεότερη ιστορία της Τουρκίας. Οντως, από τη μια, είναι η "εκδίκηση" των καταπιεσμένων και, από την άλλη, σηματοδοτεί και μια σχετική επιτυχία του κεμαλισμού. Διότι είναι το κεμαλικό κοσμικό κράτος που στο τέλος υποχρέωσε το ισλαμικό κίνημα να μεταμορφωθεί, να κινηθεί προς το κέντρο, πράγμα που δεν αναγνωρίζουν οι ίδιοι οι κεμαλιστές».

Το «μπρα ντε φερ» της ισλαμικής κυβέρνησης Ερντογάν με τους κεμαλιστές θα έχει νικητές και ηττημένους ή πρόκειται για έναν τακτικό ελιγμό των τελευταίων - που ανέχονται, παρακολουθούν και περιμένουν τη δική τους ώρα; «Σίγουρα, υπάρχουν πολλοί κεμαλιστές που περιμένουν τη δική τους ώρα· όμως, η ώρα αυτή μάλλον δεν θα έρθει ποτέ. Και αυτό, όχι μόνο επειδή υπάρχει ένας ισχυρός άνδρας σαν τον Ερντογάν, αλλά λόγω της ευρύτερης εξέλιξης της τουρκικής κοινωνίας. Ο κεμαλισμός στη χώρα είναι στριμωγμένος στη γωνία. Η Τουρκία του 21ου αιώνα διαφέρει πολύ από την εποχή που ο κεμαλισμός εδραιώθηκε. Η εποχή των πραξικοπηματιών φαίνεται ότι έχει κλείσει οριστικά. Ακόμα και να προέκυπτε ένα πραξικόπημα, αυτό θα οδηγούσε στην ολοκληρωτική απόρριψη του στρατού από το λαό. Η διεθνής συγκυρία έχει αλλάξει πλέον πολύ και δεν ευνοείται η στρατιωτική παρέμβαση στα πολιτικά τεκταινόμενα».

Φαίνεται οξύμωρο, από τη μια, το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν άλλοτε να απαιτεί και άλλοτε να παρακαλεί την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. και, από την άλλη, το στρατιωτικο-γραφειοκρατικό κεμαλικό κατεστημένο, θεματοφύλακας υποτίθεται του εκδυτικισμού, να αντιμετωπίζει πότε με καχυποψία και πότε με καιρο- σκοπισμό την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. «Η κεμαλική ελίτ σήμερα αντιμετωπίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας με καχυποψία, θεωρώντας την ως μία απειλή κατά των κεμαλικών παραμέτρων. Α- ντιλαμβάνεται ότι μέσα από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας περιορίζεται η εξουσία της και αποκτούν δύναμη οι "άλλοι" (οι Κούρδοι, οι πιστοί μουσουλμάνοι, οι φιλελεύθεροι, οι δημοκράτες), αυτοί που η ίδια χαρακτήρισε ως πηγή απειλής. Ταυτόχρονα περιορίζεται και ο ρόλος του τουρκικού στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας. Η πορεία προς την Ε.Ε. συνοδεύεται από τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, πράγμα που επιβάλλει μία πολιτική της "αναγνώρισης" της διαφορετικότητας και διαμορφώνεται μία ανοιχτή και πλουραλιστική κοινωνία. Αυτή η διαδικασία εκ των πραγμάτων απειλεί την κεμαλική ιδεολογία και την κεμαλική ελίτ ως εξουσία».

Σαν φάντασμα του παρελθόντος, η εικόνα του Κεμάλ συνεχίζει να δεσπόζει παντού στην Τουρκία. Στην καθημερινότητα του σημερινού Τούρκου πόσος κεμαλισμός χωράει ακόμα; «Η καθημερινότητα του σημερινού πολίτη της Τουρκίας όχι μόνο δεν χωράει άλλον κεμαλισμό, αλλά κατά τη γνώμη μου μειώνεται η παρουσία του Ατατούρκ. Είναι γεγονός ότι αυξάνονται οι κριτικές τοποθετήσεις γύρω από τον κεμαλισμό και οι αμφισβητήσεις της κεμαλικής ιδεολογίας, ενώ επίσης βγαίνει προς τα έξω το ανθρώπινο πρόσωπο του Κεμάλ, με τις αδυναμίες του, όπως π.χ. γίνεται στην ταινία "Μουσταφά". Είναι γεγονός ότι τέτοιες ταινίες ή δημοσιεύσεις προκαλούν μεγάλη αντίδραση· από την άλλη, όμως, πριν από μερικά χρόνια η παραγωγή τέτοιων έργων ήταν αδύνατη».

Φέτος η Κωνσταντινούπολη είναι πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Η σχετική διαφημιστική αφίσα, όμως, που ξεσήκωσε αντιδράσεις σε κύκλους διανοου- μένων προβάλλει αποκλειστικά το οθωμανικό παρελθόν της. Τι να θέλουν, άραγε, να μας πουν οι δημιουργοί της; «Η τουρκική εθνική ταυτότητα μακριά από την οθωμανο-ισλαμική παράδοση, όπως ήθελε ο κεμαλισμός να διαμορφώσει, δεν εμπεδώθηκε στις ευρύτερες μάζες και σταδιακά επικράτησε η τουρκο-ισλαμική σύνθεση. Και είναι αλήθεια ότι με τη διακυβέρνηση Ερντογάν η κοινωνία συμφιλιώνεται περισσότερο με την ισλαμική παράδοση και το οθωμανικό παρελθόν. Οπως στην εξωτερική πολιτική, και στην παιδεία η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει γίνει σημείο αναφοράς. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει την απόρριψη της σύγχρονης Τουρκίας και της κοσμικής τουρκικής ταυτότητας, αλλά είναι μία σύνθεση και των δύο και, αν θέλετε, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η διαδικασία μοιάζει με τη δημιουργία της ελληνορθόδοξης σύνθεσης στον 19ο αιώνα, όπου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε να προστεθεί στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής ταυτότητας».

Τελικά, τι θα ήταν η Τουρκία χωρίς τον Κεμάλ, αλλά και ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της με τους κεμαλιστές οχυρωμένους εδώ και δεκαετίες στο βαθύ κράτος της χώρας; «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ατατούρκ δημιούργησε το σύγχρονο τουρκικό κράτος και το τουρκικό έθνος μέσα από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό από μόνο του τον κάνει ιστορικό ηγέτη. Ομως, θα ήταν λανθασμένο και ανιστόρητο να θεωρηθεί αυτό ως έργο ενός άνδρα μόνο. Μπορεί να πει κανείς ότι ο Ατατούρκ βρέθηκε στον σωστό χώρο και στον σωστό χρόνο.

»Η σημερινή Τουρκία βρίσκεται σε μία δυναμική διαδικασία μεταμόρφωσης. Η πολιτική και στρατιωτική κεμαλική ελίτ έπαψε να μονοπωλεί την εξουσία. Επίσης, είναι γεγονός ότι τερματίζεται η επικυριαρχία της κεμαλικής ιδεολογίας. Δεν περνάει μέρα που να μην καταλήξει κάποιο μέλος του βαθέος κράτους στη φυλακή. Ομως, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την τελική ήττα της ελίτ. Η ταυτόχρονη πορεία της κοινωνικής μεταμόρφωσης και της ενταξιακής πορείας της χώρας προς την Ε.Ε. δημιουργούν νέα δεδομένα. Σ' αυτό το momentum ο κεμαλισμός είτε θα συμφιλιωθεί με τις δημοκρατικές διαδικασίες είτε θα ξεπεραστεί. Η πορεία, όμως, προς τη μετακεμαλική Τουρκία δεν είναι και δεν θα είναι ανώδυνη...»

Διαβάστε

..............1...............

Τζέιμς Πέτιφερ, «Ο τουρκικός λαβύρινθος», μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Καστανιώτη

Ο βρετανός αρθρογράφος και μελετητής των Βαλκανίων στο βιβλίο του συνθέτει το περίπλοκο παζλ της σύγχρονης Τουρκίας, θέτοντας τον προβληματισμό του κατά πόσον αυτή είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του Ισλάμ, των Κούρδων και της Ευρώπης την ίδια στιγμή που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δημογραφική έκρηξη και σε μία οικονομική και κοινωνική μετεξέλιξη διαρκείας.

..............2...............

Αχμέτ Ινσέλ και Αλί Μπαϊράμογλου (επιμ.), «Ο τουρκικός στρατός: ένα πολιτικό κόμμα, μια πολιτική τάξη», εκδ. Βιβλιόραμα (2007)

Μια συλλογή από 13 μελέτες τούρκων στοχαστών, που αναλύουν τον αυτόνομο ρόλο του στρατού στον έλεγχο της πολιτικής, της κοινωνίας, της οικονομίας, ακόμα και της σκέψης, παράγοντας και επιβάλλοντας τη δική του σκέψη.

Ποιος είναι

Niyazi Kizilyurek

* Τουρκοκυπριακής καταγωγής, γεννήθηκε στο μεικτό χωριό Ποταμιά της Λευκωσίας. Η οικογένειά του προσφυγοποιήθηκε στη διάρκεια των δικοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64 και μετακινήθηκε στο τουρκοκυπριακό «γκέτο» της Λουρουτζίνας.

* Σπούδασε Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης στη Γερμανία και η διατριβή του αφορά το Κυπριακό Πρόβλημα και τις Διεθνείς Σχέσεις. Εξελέγη λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1995 - όχι δίχως τις αντιδράσεις εθνικιστικών κύκλων. Σήμερα είναι τακτικός καθηγητής.

* Το 1997 με τον σκηνοθέτη Πανίκο Χρυσάνθου βραβεύτηκαν με το βραβείο Ιπεκτσί για την ταινία τους «Το τείχος μας», στην οποία σκιαγράφησαν την τραγωδία της Κύπρου μέσα από τα προσωπικά βιώματα ανθρώπων και των δύο κοινοτήτων του νησιού.

* Το 2006 βραβεύτηκε από το γαλλικό κράτος με τη διάκριση «Ιππότης του Ακαδημαϊκού Φοίνικα» για την προσφορά του και τον αγώνα του για την ειρήνη στην Κύπρο.

* Από τις πιο μαχητικές και αντεθνικιστικές φωνές στο νησί και ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους μελετητές του Κυπριακού, έχει γράψει αρκετά βιβλία για την Κύπρο, την Τουρκία, τον εθνικισμό και τις συνέπειές του. Ανάμεσα στα έργα του (είναι γραμμένα στα ελληνικά) περιλαμβάνονται: «Κύπρος, το αδιέξοδο των εθνικισμών» (Μαύρη Λίστα), «Ο κεμαλισμός» (Μεσόγειος), «Ο Γλαύκος Κληρίδης: Η πορεία μιας χώρας» (Ελληνικά Γράμματα) και «Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό» (Παπαζήσης).

Η Ελλάδα και οι κεμαλιστές

Είμαστε για τους γείτονες ένας αντίπαλος; Ενα εμπόδιο; Ενας υπό όρους συνεργάτης ή ένας πρώην υποτελής; «Είμαστε η Δύση» εξηγεί ο καθηγητής.

«Η κεμαλική ελίτ έχει μία διχασμένη εικόνα για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Η εικόνα της Ελλάδας διαμορφώθηκε μέσα από την ιστορική συγκυρία, ξεκινώντας με την Ελληνική Επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ο.Α.), περνώντας μέσα από τη διεκδίκηση στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας και κορυφώθηκε μέσα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στη συλλογική μνήμη των Τούρκων η Ελλάδα είναι η χώρα που διεκδίκησε συστηματικά εδάφη από την Ο.Α. με την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, γι' αυτό και θεωρείται το "κακομαθημένο παιδί" της Δύσης. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι η "Δύση". Η ιστορική επιθυμία της κεμαλικής ελίτ να αναγνωριστεί η Τουρκία ως μία δυτική χώρα τοποθετεί την Ελλάδα σε μοναδική θέση. Η αναγνώριση της Τουρκίας ως ευρωπαϊκής χώρας από την Ελλάδα είναι μια αναγνώριση που επιθυμεί κάθε κεμαλιστής. Γι' αυτό η αναθεώρηση της εξωτερική πολιτικής από τους Σημίτη και Παπανδρέου και η υποστήριξη της Ελλάδας για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε., κατά τη γνώμη μου, άνοιξαν μία νέα σελίδα στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Δυστυχώς, όταν η Ελλάδα αναγνώρισε την Τουρκία ως "ευρωπαϊκή χώρα", οι κεμαλιστές απομακρύνθηκαν από την Ευρώπη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ (vangong@enet.gr) Φ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/03/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: