Κυριακή 25 Ιουλίου 2010
«Είναι μια λύση για όλους η προληπτική αναδιάρθρωση χρέους»
Πριν από μερικά χρόνια ο παγκοσμίου φήμης οικονομολόγος Nouriel Roubini προκάλεσε σεισμικές δονήσεις στην ευρύτερη χρηματοοικονομική κοινότητα με την ικανότητά του να προβλέψει τη σημερινή κρίση πολύ πριν αυτή κάνει την εμφάνισή της.
Πώς το κατόρθωσε αυτό; Αναγνωρίζοντας, όπως αναλύει στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Crisis Economics», που μόλις κυκλοφόρησε και το οποίο συνέγραψε με τον καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας Stephen Mihm, ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και οι οικονομικές καταστροφές αποτελούν συνήθεις διαδικασίες στην ιστορία του καπιταλισμού, επειδή τα χρηματοοικονομικά συστήματα είναι από τη φύση τους εύθραυστα και οι ελεύθερες αγορές εμπεριέχουν πολύ λιγότερες αρετές από αυτές που τους αποδίδουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και αναλυτές των αγορών. Η δε ιστορική μελέτη των χρηματοοικονομικών κρίσεων, σε συνδυασμό με την αποφυγή δογματικής ένταξης σε κάποια συγκεκριμένη οικονομική σχολή, αποτελεί μοναδικό κριτήριο για κριτική επεξεργασία οικονομικών καταστάσεων, εξελίξεων και δεδομένων.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο superstar της παγκόσμιας οικονομίας και ένας ανερχόμενος νέος ιστορικός της παγκόσμιας οικονομίας μάς διαφωτίζουν για τις συστημικές κρίσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σημερινής κρίσης και κάνουν προβλέψεις για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής.
Τι κοινό είχαν οι κρίσεις των περασμένων δύο δεκαετιών σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία, το Μεξικό και η Ταϊλάνδη με τη σημερινή οικονομική κρίση;
Stephen Mihn: Εκ πρώτης όψεως, η σημερινή κρίση φαίνεται να είναι αρκετά διαφορετική. Αυτές οι προηγούμενες κρίσεις που αναφέρατε ξέσπασαν στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας και άφησαν άθικτες τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αφελής και επικίνδυνη άποψη, ότι αυτές οι κρίσεις, που οφείλονταν στη διαμόρφωση μεγάλου σκέλους μακροοικονομικών ανισορροπιών και σε ελλιπή συστήματα τραπεζικών ρυθμίσεων, μπορούσαν να επηρεάσουν μόνο τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες.
Σήμερα, φυσικά, όλοι αναγνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται και πως οι δομικές και θεσμικές αδυναμίες των οικονομιών στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την ευρωζώνη ευθύνονται για τη σημερινή κρίση. Υπό αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση είναι διαφορετική μόνο επειδή το ίδιο το μέγεθος της κρίσης είναι πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη κρίση των περασμένων δύο δεκαετιών και τώρα διακυβεύεται η σταθερότητα της συνολικής παγκόσμια οικονομίας.
Συνεπώς, δεν υπάρχει κάτι μοναδικό στη σημερινή κρίση;
Stephen Mihm: Κάθε οικονομική κρίση έχει μοναδικές ιδιότητες, αλλά η γενική πορεία κάθε κρίσης είναι γενικά συγκρίσιμη με την πορεία μιας κρίσης που προέκυψε στο παρελθόν.
Η σημερινή κρίση, που ξεκίνησε το 2007, έχει κάποια ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Αρχικά, η παγκόσμια οικονομία είναι πολύ περισσότερο αλληλοεξαρτώμενη σήμερα από ό,τι ήταν ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι ένα πρόβλημα με κρατικά ομόλογα στην Ελλάδα θα έχει αντίκτυπο στον υπόλοιπο κόσμο.
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι το τελευταίο στάδιο της κρίσης έχει προκύψει από τα προβλήματα που συνδέονται με την ύπαρξη μιας νομισματικής ένωσης όπου δεν υπάρχει πολιτική ένωση.
Τι είδους μέτρα θα μπορούσαν να παρθούν για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας;
Nouriel Roubini: Αρχικά, για την ευρωζώνη, όπου η πρώιμη δημοσιονομική λιτότητα είναι αναγκαία για την αποφυγή μιας δημοσιονομικής κρίσης, η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι πολύ περισσότερο χαλαρή ως αντισταθμιστικό μέτρο στις αποπληθωριστικές επιπτώσεις και στις συνέπειες της ύφεσης εξαιτίας των μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας που εφαρμόζονται.
*Δεύτερον, οι χώρες που δεν έχουν δει, γευτεί, ακόμα το μαστίγιο από τις αγορές ομολόγων (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία) πρέπει να διατηρήσουν δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας για να αποφευχθεί η επιστροφή στην ύφεση, σχεδιάζοντας την ίδια στιγμή αξιόπιστα σταθεροποιητικά μέτρα.
*Τρίτον, χώρες με τεράστια νομισματικά πλεονάσματα όπως η Κίνα και η αναδυόμενη Ασία, η Γερμανία και η Ιαπωνία, πρέπει να εφαρμόσουν πολιτικές που μειώνουν τις αποταμιεύσεις και τα πλεονάσματα και ενεργοποιούν την εγχώρια ζήτηση.
*Τέταρτον, οι χώρες με τρέχον πλεόνασμα πρέπει να επιτρέψουν ανατίμηση του νομίσματός τους, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να ακολουθήσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική που επιτρέπει σταθερή πτώση του ευρώ, ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα και η ανάκαμψη στην περιφέρεια της ευρωζώνης.
*Πέμπτον, σε χώρες όπου υπάρχει μείωση στην ιδιωτική ζήτηση και τις ιδιωτικές επενδύσεις, τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας πρέπει να διατηρηθούν και να επεκταθούν, τουλάχιστον στον βαθμό που οι χρηματαγορές δεν αντιλαμβάνονται αυτά τα ελλείμματα ως μη βιώσιμα.
*Εκτον, ενώ η μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού συστήματος του χρηματοοικονομικού τομέα που αυξάνει τη ρευστότητα και τις αναλογίες κεφαλαίου για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς είναι αναγκαία, η διαδικασία, ιδιαίτερα για τις υψηλότερες αναλογίες, πρέπει να γίνει σταδιακά για να αποτραπεί μια επιπλέον επιδείνωση της πιστωτικής κρίσης.
*Εβδομον, σε χώρες όπου τα επίπεδα ιδιωτικού και κρατικού χρέους είναι μη βιώσιμα, μια διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να ξεκινήσει με ομαλό τρόπο. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, χρειάζεται μέτρα λιτότητας, αλλά χρειάζεται επίσης και μείωση του χρέους, καθώς τα επίπεδα εθνικού χρέους δεν θα είναι βιώσιμα στην πορεία του χρόνου.
Θα ήθελα τις προβλέψεις σας για την Ελλάδα και το μέλλον της ευρωζώνης.
Nouriel Roubini: Το επόμενο στάδιο της σημερινής παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης θα είναι η ανάδυση του ρίσκου στο εθνικό χρέος, ιδιαίτερα για τις ανεπτυγμένες οικονομίες που τρέχουν τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και συσσωρεύουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου χρέους, καθώς κοινωνικοποιούν τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές απώλειες στοχεύοντας στην αναβίωση της οικονομικής ανάκαμψης. Η Ελλάδα είναι επίσης «το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο» για την ευρωζώνη, όπου όλες οι οικονομίες των PIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) υποφέρουν από τα δίδυμα προβλήματα της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και της βιωσιμότητας του εξωτερικού χρέους. Η διεύρυνση της ευρωζώνης και τα «bull markets» έσπρωξαν τις αποδόσεις ομολόγων σε αυτές τις χώρες προς τα επίπεδα των γερμανικών ομολόγων, με την επακόλουθη πιστωτική έκρηξη να στηρίζει μια τάση υπερβολικής καταναλωτικής ανόδου. Μια δεκαετία αύξησης μισθών που ξεπερνούσε την αύξηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε απώλεια της ανταγωνιστικότητας και σε μεγάλα ελλείμματα. Η ανατίμηση του ευρώ τα τελευταία χρόνια -εξαιτίας της σφικτής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ- ήταν το τελικό καρφί στο φέρετρο της ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο η δημοσιονομική προσαρμογή, είναι άκρως αναγκαία για να επανέλθει οικονομική ανάκαμψη.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Nouciel Roubini: Υπάρχουν τρεις τρόποι για να επιτευχθεί αυτό. Μια δεκαετία αποπληθωρισμού θα επετύγχανε τον στόχο, αλλά θα συνοδευόταν από μια οικονομική ύφεση (όπως στην περίπτωση της Αργεντινής μία δεκαετία πριν) που θα ήταν πολιτικά μη βιώσιμη και θα οδηγούσε σε έξοδο από το ευρώ και πτώχευση. Διαρθρωτικές αλλαγές που αυξάνουν την παραγωγικότητα ενώ διατηρούν υπό έλεγχο την αύξηση σε δημόσιους και ιδιωτικούς μισθούς είναι μια άλλη προσέγγιση, αλλά επίσης πολιτικά πολύ δύσκολη να επιτευχθεί. Ενα πολύ αδύναμο ευρώ θα ήταν ένας άλλος τρόπος, αν το επιθυμούσε η ΕΚΤ, αλλά αυτό μάλλον δεν είναι καθόλου πιθανό, και φυσικά ένα αδύναμο ευρώ δεν θα απομάκρυνε την ανάγκη διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Δίχως αυτά τα μέτρα, πάντως, τα οφέλη θα πάνε στη Γερμανία, που έλαβε από νωρίς οδυνηρά μέτρα μεταρρύθμισης για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης του σχετικής μονάδας κόστους εργασίας.
Οσον αφορά την Ελλάδα, είναι ώρα να γίνει κατανοητό ότι η χώρα δεν υποφέρει μόνο από κρίση ρευστότητας (liquidity crisis), αλλά και από κρίση αποπληρωμής (insolvency crisis). Το πακέτο διάσωσης 110 δισ. ευρώ απλά καθυστερεί την αναπόφευκτη αδυναμία αποπληρωμής του χρέους και ρισκάρει με το να μετατρέψει την όλη κατάσταση σε μια πιο περίπλοκη και οδυνηρή υπόθεση όταν έρθει εκείνη η ώρα. Τα μέτρα λιτότητας που συμφώνησε η Ελλάδα ως προϋπόθεση για το πακέτο διάσωσης απαιτούν ένα δρακόντειο μέτρο δημοσιονομικής προσαρμογής της τάξεως του 10% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Αυτό θα προεκτείνει την ύφεση στη χώρα για τρία ακόμα χρόνια και θα την αφήσει στο τέλος με μια μη βιώσιμη αναλογία χρέους-εγχώριου ακαθάριστου προϊόντος, που θα ανέρχεται στο 148% το 2016. Σε τέτοιο επίπεδο, ακόμα και ένα μικρό σοκ θα προκαλέσει μια περαιτέρω κρίση εθνικού χρέους.
Αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει την αναδιάρθρωση του χρέους υπογραμμίζουν τις δημοσιονομικές περικοπές που έγιναν σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιρλανδία και η Σουηδία τη δεκαετία του '90. Αλλά αυτά τα περιστατικά δεν είναι καθόλου σχετικά, καθώς τα μέτρα που εφαρμόστηκαν είχαν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια και εξελίχθηκαν σε περίοδο οικονομικής ανόδου. Συνέβησαν επίσης σε μια εποχή με μειωμένα επιτόκια, ενώ οι νομισματικές υποτιμήσεις συνέβαλαν στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Μερικοί ανησυχούν ότι μια ελληνική αναδιάρθρωση του χρέους θα έχει ως αποτέλεσμα τεράστιες απώλειες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αλλά, ενώ μια προληπτική αναδιάρθρωση θα περιορίσει τη ζημιά, η καθυστέρησή της θα χειροτερέψει την κατάσταση. Οπως μας δείχνουν οι περιπτώσεις της Αργεντινής και η κρίση της Ρωσίας το 1998, στήριξη από το ΔΝΤ δεν αποτρέπει μια επικείμενη πτώχευση. Μάλιστα, μπορεί να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μπορεί να επιτευχθεί και η όλη διαδικασία να είναι ικανοποιητική για τους πιστωτές και τον δανειολήπτη. Εάν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει μια βαθύτερη κρίση, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι κάτι το αναπόφευκτο.
WHO is who ?
* Ο Nouriel Roubini είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων και ιδρυτής και πρόεδρος της RGE, μιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής συμβουλευτικής εταιρείας με έδρα τη Νέα Υόρκη και γραφεία στην Ασία και την Ευρώπη, που απασχολεί δεκάδες οικονομολόγους και αναλυτές. Ο Roubini συμμετέχει τακτικά και παρουσιάζει τις απόψεις του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, στο Νταβός της Ελβετίας, είναι σύμβουλος κεντρικών τραπεζιτών ανά τον κόσμο και ο, κατά γενική ομολογία, γκουρού της παγκόσμιας οικονομίας.
* Ο Stephen Mihm είναι καθηγητής οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, συγγραφέας, μεταξύ άλλων έργων, του βιβλίου «Α Nation of Counterfeits: Capitalists, Con Men, and the Making of the United States», και αρθρογράφος για οικονομικά και ιστορικά θέματα στο περιοδικό των «New York Times» και στην εφημερίδα «The Boston Globe».
ΧΡΟΝΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 25/7/2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου