Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

«Ψιλές» και «χοντρές»




Ο ευκαιριακός λαϊκισμός μάλλον δεν ταιριάζει στη δημόσια «περσόνα» που επιλέγει να επιδεικνύει ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος διαπρέπει πολύ περισσότερο στη τέχνη της αντικομφορμιστικής ατάκας και της «παρά προσδοκίαν» λακωνικότητας.  Δυσκολεύομαι, πάντως, να ταξινομήσω τη δήλωση που έκανε τις προάλλες, μετά το επεισόδιο σε βάρος του γερμανού προξένου στη συμπρωτεύουσα. Τα διαδραματισθέντα, είπε, ήταν «αναμενόμενα και δικαιολογημένα». Αν το «δικαιολογημένα» δικαιολογεί, εκτός από τη διαμαρτυρία, και τα καταγεγραμμένα καθέκαστά της (όπου ο πρόξενος έμοιαζε  με «πουλημένο» διαιτητή που αντιμετώπιζε χειροπιαστές «ενστάσεις» από τους αδικημένους μετά τη λήξη του ντέρμπι, και όπου ένας μόλις αξιωματικός της αστυνομίας πάσχιζε να κρατήσει τον κ. Λιντς μακριά από τον κ. Ομπερμάιερ), τότε υπάρχει σοβαρό ζήτημα.
Και πρώτα πρώτα, αφού το φιτίλι δεν το άναψε ο πρόξενος αλλά ένας άλλος συμπατριώτης του (που δήλωσε ότι στο αγώνισμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως περίπου και στο ποδόσφαιρο, χάνουμε από τους Γερμανούς με 3-1), ο πρόξενος τιμωρήθηκε εναλλακτικά και, κυρίως, ως η πρώτη διαθέσιμη συμβολική ενσάρκωση της συλλογικής γερμανικής ενοχής. Κάποιοι  θα αντιδράσουν με ιερή αγανάκτηση, αλλά αν είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η «λογική» δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνην που δίνει το δικαίωμα στον ισλαμικό όχλο κάποιας Ινδονησίας να κατασπαράξει τον πρώτο χριστιανό που θα συναντήσει μετά τη γελοιογράφηση του Προφήτη σε δυτικό έντυπο. Και για να γίνουμε πιο επίκαιροι, είναι η ίδια λογική η οποία, στα μάτια του Χρυσαυγίτη, μεγεθύνει τον πρώτο τυχόντα Πακιστανό του Αγίου Παντελεήμονα ως την  επιτομή του μολυσματικού Κακού που απειλεί τα άχραντα και άμωμα του ελληνικού αίματος. Και ο δήμαρχος, σημειωτέον, είναι από τους πιο εμφατικούς εκπροσώπους της άποψης ότι η Χρυσή Αυγή πρέπει να τεθεί εκτός νόμου.
Αλλά στον βαθύ ορίζοντα αυτού του «δικαιολογημένα» διαγράφεται η αντίληψη ότι η οικονομική κρίση θα μπορούσε να δικαιολογήσει, οιονεί εκτάκτως, εκδοχές βίας εναντίον όλων αυτών, ντόπιων και ξένων, που διά πράξεως ή παραλείψεως, θεωρούνται υπεύθυνοι για την πρόκληση και τη συντήρησή της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέκαθεν ελαστικός με τις «κόκκινες γραμμές» του καταστατικού ακτιβισμού του, έχει ραφινάρει την τεχνική της εγγαστρίμυθης δεκτικότητας απέναντι στους ρέκτες της φυσικής παρεκτροπής και επιμένει να νεύει, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, προς την ίδια κατεύθυνση και μετά τα εκλογικά ποσοστά που τον έκαναν αξιωματική αντιπολίτευση. Στην ίδια κατεύθυνση, «εμπνευσμένες» παρεμβάσεις τύπου Παναγούλη, από το ίδιο το βήμα του Κοινοβουλίου, μιλούν για  «λιντσάρισμα» όχι για να το εξορκίσουν αλλά μάλλον για να κάνουν πιο δραστική την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που έχουν κατά νου. Και πάλι στην ίδια κατεύθυνση, όλο και περισσότεροι μαθαίνουν να αναμηρυκάζουν την πανούργα εκείνη εξίσωση που αθωώνει την ωμή και ακατέργαστη βία ως καθ' όλα νόμιμη άμυνα απέναντι στη βία και την ασέλγεια των μνημονιακών πολιτικών.
Ναι, η οικονομική κρίση με τα παρεπόμενά της είναι μαμή βίας. Αλλά την απάντηση στο πρόβλημα, στο μέτρο που υπάρχει απάντηση, δεν θα αρχίσουμε καν να την υποπτευόμαστε αν δεν κάνουμε τον κόπο να ξεχωρίσουμε την όξυνση των φαινομένων λόγω της οικονομικής συγκυρίας από κακοδαιμονίες και παθολογίες της κοινωνίας μας που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν τη διαδρομή τους ανεξάρτητα και ερήμην της κρίσης. Και για να το πούμε αλλιώς: η καθολική δικαιολόγηση της βίας λόγω εκτάκτων συνθηκών είναι υποκριτική. Γιατί το πρόβλημα (απλό αλλά μόνο σποραδικά ομολογημένο), και ιδιαίτερα όσο ζούσαμε το «προοδευτικό» ψεύτισμα της Μεταπολίτευσης, ρίζωσε και εξελίχθηκε ανάμεσα σε ασκήσεις ευφημισμού και ψευδωνυμίας. Το κανακέψαμε ως «επετειακή πορεία», το παραφράσαμε ως «κατάληψη», το δοξολογήσαμε, και ύστερα το αφήσαμε να κακοφορμίσει, ως «πανεπιστημιακό άσυλο».
Ως έλληνας πολίτης τρομάζω όταν συνειδητοποιώ ότι οι «μελανοχίτωνες» και οι «κεκαρμένοι» του φυλετικού ιδεασμού δεν είναι φιγούρες ιστορικού αρχείου αλλά συγκαιρινές ζωντανές πραγματικότητες που μπορεί να επωάζουν την αφροσύνη τους πίσω από τη διπλανή πόρτα· αλλά ομολογώ ότι το βρίσκω δύσκολο να συμμετάσχω στη χορωδία της έκπληξης και του αποτροπιασμού όταν ο Κασιδιάρης ευαγγελίζεται «κάτι ψιλές» ως μέσο ιδεολογικού φρονηματισμού, όχι μόνο επειδή η συγκεκριμένη έκπληξη δεν είναι και τόσο αυθεντική, όχι μόνο επειδή προϋποθέτει μια διάκριση καλής και κακής βίας αλλά και επειδή ξέρω ότι τη στιγμή που η ακροδεξιά (χειρ) του Κασιδιάρη μελετά «ψιλές», στη Νομική του ΑΠΘ και σε άλλα «καυτά» σημεία της Αριστοτέλειας Χωματερής (αλλά και οπουδήποτε κάποιοι πιστεύουν ότι η γροθιά δεν είναι μόνο για να υψώνεται αλλά και για να χρησιμοποιείται) ασκείται ακόμη, όπως χρόνια και ζαμάνια προ μνημονίου συνέβαινε, ανάλογη χειροπρακτική, και μάλιστα στο πιο «χοντρό»» της.
Η ταπεινή άποψη της επιφυλλίδας είναι ότι, αν δεν πρόκειται για καιρούς όπου η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και με εγγόνια, η φυσική βία, ακόμη και όταν είναι αναμενόμενη, δεν πρέπει να είναι δικαιολογημένη. Αλλά, βέβαια, ο καλύτερος τρόπος για να πειστεί κανείς περί αυτού είναι να γίνει ο παραλήπτης της. Υποθέτω ότι συμφωνεί ο κ. δήμαρχος, αλλά είμαι σίγουρος ότι συμφωνεί η κυρία Λιάνα Κανέλλη.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: